Πώς το σύνδρομο Asherman επηρεάζει τη γονιμότητα
Τι πρέπει να γνωρίζετε για το σύνδρομο Asherman και τον τρόπο που μπορεί να επηρεάσει την προσπάθεια σύλληψης.
Το σύνδρομο Asherman αποτελεί μια σχετικά σπάνια αλλά σημαντική γυναικολογική πάθηση, η οποία μπορεί να επηρεάσει σοβαρά τη γονιμότητα και τη συνολική υγεία της γυναίκας.
Σύνδρομο Asherman: Μια σχετικά άγνωστη αιτία υπογονιμότητας
Χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία ουλώδους ιστού μέσα στη μήτρα, που οδηγεί στη μερική ή πλήρη σύμφυση των τοιχωμάτων της. Αν και συχνά παραμένει αδιάγνωστο, έχει άμεση επίδραση στον έμμηνο κύκλο, στην ικανότητα σύλληψης και στη διατήρηση μιας υγιούς εγκυμοσύνης. Η ενημέρωση γύρω από τα συμπτώματα, τις αιτίες και τις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές είναι καθοριστικής σημασίας για την έγκαιρη αντιμετώπιση και την αποκατάσταση της αναπαραγωγικής λειτουργίας.
Τι είναι το σύνδρομο Asherman
Το σύνδρομο Asherman, γνωστό και ως ενδομήτριες συμφύσεις, είναι μια πάθηση κατά την οποία δημιουργείται ουλώδης ιστός μέσα στη μήτρα, με αποτέλεσμα τα τοιχώματά της να κολλούν μεταξύ τους. Σύμφωνα με την Cleveland Clinic, η δημιουργία αυτών των συμφύσεων εμφανίζεται συχνότερα μετά από επεμβάσεις όπως η διαστολή και απόξεση (D&C), ειδικά έπειτα από αποβολή ή κατακράτηση πλακούντα. Οι συμφύσεις μπορεί να μειώσουν ή ακόμη και να αποφράξουν την ενδομήτρια κοιλότητα, οδηγώντας σε συμπτώματα όπως ελαφριά ή απούσα περίοδος, υπογονιμότητα ή επαναλαμβανόμενες αποβολές.
Το ενδομήτριο αποτελεί ένα κρίσιμο μέρος του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος. Πρόκειται για τα κύτταρα μέσα στη μήτρα που υποστηρίζουν την εγκυμοσύνη. Κάθε μήνα, αυτά τα κύτταρα αναπτύσσονται για να φιλοξενήσουν ένα έμβρυο και, εάν δεν υπάρξει εγκυμοσύνη, αποβάλλονται κατά την περίοδο. Αυτός ο κύκλος είναι απαραίτητος για την προστασία, τη στήριξη και τη θρέψη του αρχικού σταδίου του εμβρύου.
Οι γυναίκες που χρησιμοποιούν ενδομήτριο σπιράλ είναι πιο δύσκολο να συλλάβουν;
Σύνδρομο Asherman και γονιμότητα
Η πρώτη ένδειξη του συνδρόμου Asherman μπορεί να είναι η σημαντική μείωση της ροής της περιόδου ή η πλήρης απουσία της. Επίσης, αρκετές γυναίκες μπορεί να εξακολουθούν να έχουν αιμορραγία κατά την περίοδο αλλά το ενδομήτριο παραμένει ανεπαρκές για να υποστηρίξει εγκυμοσύνη. Όπως εξηγεί ο Hugh Taylor, MD, πρόεδρος του Τμήματος Μαιευτικής, Γυναικολογίας και Αναπαραγωγικής Επιστήμης της Yale Medicine ηδημιουργία ουλών μπορεί να προκαλέσει προσκόλληση των τοιχωμάτων της μήτρας μεταξύ τους, εμποδίζοντας το ενδομήτριο να αναπτυχθεί επαρκώς.
Διάγνωση
Η διάγνωση γίνεται συνήθως με υστεροσκόπηση, μια διαδικασία που επιτρέπει την άμεση οπτική επιβεβαίωση των συμφύσεων, ενώ η θεραπεία περιλαμβάνει τη χειρουργική αφαίρεση του ουλώδους ιστού με στόχο την αποκατάσταση της ενδομήτριας κοιλότητας.
Υστεροσκόπηση: Πότε πρέπει να γίνεται και πώς βοηθά στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας
Ένα πυελικό ή διακολπικό υπερηχογράφημα μπορεί επίσης να βοηθήσει στη διάγνωση του συνδρόμου Asherman. Συχνά χρησιμοποιείται διακολπικό υπερηχογράφημα με έγχυση φυσιολογικού ορού όπου ο γιατρός εισάγει αλατούχο διάλυμα στη μήτρα για να διασταλούν τα τοιχώματά της. Έτσι γίνεται πιο εύκολη η απεικόνιση της ενδομήτριας κοιλότητας και πιθανών συμφύσεων.
Στάδια σοβαρότητας
Η Αμερικανική Εταιρεία Γονιμότητας ταξινομεί το σύνδρομο Asherman ως εξής:
Ήπιο: Λίγες μεμβρανώδεις συμφύσεις που επηρεάζουν λιγότερο από το 1/3 της κοιλότητας της μήτρας. Οι περίοδοι παραμένουν τακτικές ή ελαφριές.
Μέτριο: Μεμβρανώδεις και πιο πυκνές συμφύσεις που καλύπτουν το 1/3 έως τα 2/3 της κοιλότητας. Οι περίοδοι είναι ελαφριές.
Σοβαρό: Πυκνές συμφύσεις που επηρεάζουν πάνω από τα 2/3 της κοιλότητας και πλήρης απουσία περιόδου.
Οι περιγραφές μπορεί να διαφέρουν, γι’ αυτό είναι σημαντικό να ζητάτε διευκρινίσεις από τον γιατρό σας.
Φροντίδα μετά την υστεροσκόπηση
Η κύρια ανησυχία μετά από χειρουργική υστεροσκόπηση είναι η επαναδημιουργία συμφύσεων. Για την πρόληψή τους, ο γιατρός μπορεί να:
Χορηγήσει οιστρογόνα, τα οποία βοηθούν στην επούλωση του ενδομητρίου.
Τοποθετήσει ενδομήτριο φράγμα, όπως καθετήρα ή μικρό μπαλόνι, ώστε τα τοιχώματα της μήτρας να μην κολλήσουν ξανά.
Εάν τοποθετηθεί φράγμα, συνήθως χορηγούνται αντιβιοτικά για την πρόληψη λοίμωξης . Ένα ραντεβού επανελέγχου 1–2 εβδομάδες μετά την επέμβαση επιτρέπει στον γιατρό να εντοπίσει και να αφαιρέσει έγκαιρα πιθανές νέες συμφύσεις.