Το παραμύθι της εβδομάδας: Ενας γάτος που τον λένε … «Ασπιρίνη»

Οι Κυριακές είναι οι πιο όμορφες μέρες της εβδομάδας. Ο μπαμπάς και η μαμά δεν πάνε στο γραφείο, η Μαρίνα δεν έχει παιδικό σταθμό, τα ψώνια και οι δουλειές του σπιτιού έχουν γίνει από την προηγούμενη μέρα, και συνήθως πάνε βόλτες ή επισκέψεις σε φίλους ή έρχονται φίλοι στο σπίτι τους.

Το παραμύθι της εβδομάδας: Ενας γάτος που τον λένε … «Ασπιρίνη»

Από τη Πέγκυ Παπαδοπούλου

Εκείνη η Κυριακή λοιπόν κανονικά θα έπρεπε να είναι σαν όλες τις άλλες. Μόνο που δεν είχαν προγραμματίσει να πάνε πουθενά ούτε και να έρθει κανένας. Γιατί η Μαρίνα είχε ίωση και ήταν αρρωστούλα. Από την Παρασκευή διαμαρτυρόταν πως την πονούσε το κεφάλι της, και το βράδυ έκανε και πυρετό, πράγμα που στεναχώρησε πολύ τον μπαμπά της, που ολοένα της έβαζε θερμόμετρο και κομπρέσες στο κεφάλι, για να της περάσει. Μα ο πυρετός δεν περνούσε, και το βράδυ αργά έγινε ακόμη χειρότερος. Η Μαρίνα μια ζεσταινόταν και μια κρύωνε, και το μόνο που ήθελε ήταν να την έχουν αγκαλιά και να της λένε παραμύθια.

gatesparamuthi


Το Σάββατο κύλησε με τον ίδιο τρόπο. Ο πυρετός ανέβαινε, οπότε της έδιναν εκείνο το σιρόπι που ήταν πολύ γλυκό και δεν της άρεσε καθόλου μα καθόλου αλλά το έπινε αδιαμαρτύρητα γιατί λέει θα της έκανε καλό, μετά ο πυρετός υποχωρούσε και εκείνη ίδρωνε πολύ, και η μαμά της φορούσε καθαρές και στεγνές πυτζάμες. Δεν είχε κουράγιο μήτε να σηκωθεί από το κρεβάτι της και φαινόταν ώρες-ώρες πως δεν θα γινόταν ποτέ καλά, τόσο χάλια ένιωθε. Ο μπαμπάς πέρασε όλη την ημέρα να της διαβάζει παραμύθια και να πηγαινοφέρνει τις κούκλες που του ζητούσε, αλλά ούτε σε αυτό έβρισκε μεγάλη παρηγοριά. Ούτε όρεξη να φάει είχε. Για να μην χαλάσει όμως το χατίρι του Νίκου, κατάπιε μερικές κουταλιές από τη σούπα που της έφτιαξε η μαμά, παρακαλώντας από μέσα της να περάσει γρήγορα η ίωση και να ξαναβρεί η ζωή τους τον κανονικό της ρυθμό.

gatesparamuthi


Ξυπνώντας την Κυριακή ένιωθε πολύ βαριά. Δεν είχε όρεξη για τίποτε, αλλά σκέφτηκε πως ίσως ήταν καλή ιδέα να παρατήσει πια αυτό το κρεβάτι της και να πάει στο σαλόνι, για να φτιάξει το κέφι της. Άλλωστε είχε παραμελήσει τις κούκλες της δύο ολόκληρες ημέρες και ήταν καιρός να τις νοιαστεί λιγουλάκι για να μην είναι κι εκείνες παραπονεμένες. Ή μήπως θα τις κολλούσε ίωση και αυτές; Καθόλου δεν ήθελε να κολλήσει κανέναν, ούτε τον μπαμπά ούτε τη μαμά, ούτε φυσικά τις κούκλες της.
«Αυτά τα μικρόβια θα φταίνε» σκεφτόταν, «να δεις που δεν κατάφερα τελικά να τα διώξω πολύ μακριά μου και ας είχα καθαρά τα χέρια μου. Η γιαγιά δεν είπε πως "κουβαλάνε" ένα σωρό αρρώστιες; Ε, λοιπόν, μια από αυτές θα τα κούρασε και για να την ξεφορτωθούνε την ακουμπήσανε σε εμένα!».

gatesparamuthi

Όταν το είπε αυτό στη μαμά, εκείνη της έριξε δίκιο. Είπε πως άμα αρρωστήσει ένα παιδί στον παιδικό σταθμό, είναι πολύ φυσικό να αρρωστήσουν μετά και τα περισσότερα από αυτά που είναι γύρω του. Πολύ φυσικό; Δηλαδή, η Μαρίνα πρέπει να κόλλησε από τη Βέρα, που είχε δυο μέρες πυρετό και την πονούσε ο λαιμός της, κι εκείνη πήγαινε ολοένα κοντά της και την βοηθούσε με τις ζωγραφιές της και με το φαγητό της, και μήπως μετά είναι η σειρά της Μαλβίνας και της Στεφανίας; Τι κρίμα! Κάθισε στη μεγάλη πολυθρόνα του μπαμπά, στην οποία ανέβηκε με πολύ κόπο και κοιτούσε τη μαμά από μακριά να μαγειρεύει. Τι απαίσιο που είναι να αρρωσταίνει κανείς και να κλείνεται μέσα! Κι όχι τίποτε άλλο, περίμενε αυτή την Κυριακή να συναντήσει την Υβόνη και να παίξουν πάλι το παιχνίδι τους με τις λέξεις, αυτό που η Υβόνη δείχνει ένα πράγμα και το λέει στην δική της γλώσσα και μετά η Μαρίνα της το λέει στα ελληνικά. Αλλά οι γονείς της ειδοποίησαν τον φίλο Στήβεν ότι ήταν άρρωστη και δεν θα έπρεπε να συναντηθούν για να μην κολλήσει και η Υβόνη. Κι έτσι οι δύο φιλενάδες περιορίστηκαν να πουν λίγες κουβέντες μόνο από το τηλέφωνο.

gatesparamuthi


Η Μαρίνα δεν έβρισκε με τι θα μπορούσε να περάσει την ώρα της και ό,τι και να της πρότεινε η μαμά να κάνει δεν την ενθουσίαζε. Ο μπαμπάς είπε πως έπρεπε να πάει να περιποιηθεί λίγο τα δέντρα και τα παρτέρια στον κήπο, κι έτσι κι εκείνη έμεινε να χουζουρεύει στην πολυθρόνα της πίνοντας χαμομήλι. Σκεφτόταν πως η ζωή της αν δεν καλυτέρευε γρήγορα, θα γινόταν πολύ "νερουλή" με όλα αυτά τα ζουμερά πράγματα που της έδιναν να καταπίνει ολοένα.
Πριν περάσει πολλή ώρα όμως, ο μπαμπάς ξανανέβηκε στο σπίτι.
-«Ελάτε, ελάτε να δείτε τι βρήκα στον κήπο!». Ακούστηκε ενθουσιασμένος, όπως τότε που είχε βρει και της είχε δείξει τα σαλιγκάρια τους. Από τότε βέβαια είχε περάσει πολύς καιρός, και τα σαλιγκάρια ολοένα και πλύθαιναν, με αποτέλεσμα να φάνε στο τέλος μερικά μαρουλάκια που είχε φυτέψει η μαμά κι εκείνη να αγριέψει, αλλά ο Νίκος δε δεχόταν κουβέντα. Εφόσον τα βρήκαν στον κήπο του δικού τους σπιτιού, θα γίνονταν μέλη της οικογένειας. Λες και τώρα να βρήκε κάτι ανάλογο;
Όμως η έκπληξη και της Μαρίνας και της μαμάς ήταν πολύ μεγάλη. Γιατί από τη μέσα μεριά του μπουφάν του ο μπαμπάς έβγαλε με πολύ προσοχή ένα τόσο δα γατάκι!!!

gatesparamuthi


Πάει, ο πυρετός ξεχάστηκε με μιας. Η Μαρίνα χοροπηδώντας απαιτούσε να το δει από κοντά, κι μαμά έλεγε και ξανάλεγε πως «ίσως δεν θα έπρεπε ο μπαμπάς να το κουβαλήσει επάνω μήπως είχε καμιά αρρώστεια». Ακούς εκεί ! Είναι δυνατόν τα γατιά να έχουν αρρώστειες; Αυτά είναι μια χαρά κι όλη την ώρα είτε χοροπηδάνε είτε γλείφουνε τη γούνα τους, σιγά μην αρρωσταίνουνε ποτέ και σιγά μην πίνουνε κι αυτά τα αηδιαστικά σιρόπια που δίνουν στα παιδάκια! Μπα, η Μαρίνα δεν το πίστευε. Και παραγκωνίζοντας τη μαμά που κοιτούσε το γατάκι λες και ήταν τουλάχιστον μία τίγρης και όχι ένα μικροκαμωμένο, χαριτωμένο πλασματάκι, αποφάσισε να κάνει την γνωριμία της μαζί του.

gatesparamuthi


Το καημενούλι ! Έτρεμε στα χέρια του μπαμπά και νιαούριζε κλαψιάρικα. Ήταν κοκκαλιάρικο μάλλον, και η γούνα του ήταν λερωμένη, αλλά η μουρίτσα του ήταν σκέτη γλύκα! Ο μπαμπάς το χάϊδευε απαλά, το ίδιο όπως έκανε και με την Μαρίνα που ήταν άρρωστη. Κι αυτό κρυβόταν πάνω του σα να νόμιζε πως ήταν ο δικός του μπαμπάς.
-«Μαρίνα, κοίτα, είναι τόσο μικρό και τόσο φοβισμένο που δεν έχει τη μαμά του!» ο μπαμπάς της μιλούσε αλλά εξακολουθούσε να το χαϊδεύει.
-«Γιατί δεν έχει τη μαμά του μπαμπά;»
-«Μάλλον θα το άφησε στην αυλή μας και μετά δεν μπορούσε να έρθει να το πάρει ή μπορεί να έπαθε κάτι και τώρα το κακόμοιρο είναι μόνο του στον κόσμο». Τώρα ο μπαμπάς άφησε το γατάκι πάνω στα γόνατά του κι εκείνο έμοιαζε να θέλει κάπου να πάει αλλά δεν ήξερε πού.
-«Είναι δηλαδή κι αυτό ένα "ορφανό" μπαμπά;». Άμα δεν έχεις γονείς, ορφανό δε σε λένε; Αλλά η Μαρίνα δεν περίμενε πως μπορούσαν να υπάρχουν και ορφανά ζωάκια. Το κοίταξε καλύτερα, εκτός όμως από την κακομοιριά του δεν είδε να είναι διαφορετικό από τα άλλα γατιά που ήξερε.
-«Από ότι φαίνεται, μάλλον έτσι είναι, οπότε θα πρέπει να το φροντίσουμε εμείς, μέχρι να μεγαλώσει αρκετά και να μπορέσει να φροντίσει μόνο του τον εαυτό του». Ο μπαμπάς λοξοκοίταξε τη μαμά που έβγαλε έναν παράξενο ήχο, που μόνο δυσαρέσκεια έδειχνε.
-«Ωραία! Κανένα άλλο παιδί στο σχολείο μου δεν έχει ένα γατάκι να φροντίζει! Θα παίζω μαζί του, θα το ταΐζω, θα του μάθω να κάνει τούμπες κι ένα σωρό κόλπα....» η Μαρίνα σχεδίαζε το μέλλον της με το νέο φίλο της.
-«Α, όχι, δεν μπορείς να κάνεις ότι θέλεις μαζί του!» ο μπαμπάς την κοίταξε σοβαρά, ενόσω το γατάκι μασούλιζε το μανίκι του. «Βλέπεις, πρέπει να σεβόμαστε τα ζώα και να μην τα ταλαιπωρούμε. Το γατάκι είναι τελείως διαφορετικό από τις κούκλες σου δεσποινίς μου! Και θα πρέπει να μάθεις να το φροντίζεις, να το αγαπάς, να το βοηθάς όταν έχει δυσκολίες, κι όχι να το πειράζεις συνέχεια! Είναι ένα ζωντανό πλάσμα κι όχι ένα παιχνίδι». Ο μπαμπάς ήταν πολύ σοβαρός όταν τα έλεγε αυτά.
-«Δεν θέλω να το παιδέψω καθόλου, όμως θέλω να παίζω μαζί του κι έτσι όπως τα λες καημένε μπαμπά, μάλλον δεν θα με αφήνεις» είπε η Μαρίνα γεμάτη παράπονο.
-«Φυσικά και θα σε αφήνω! Άλλωστε θα γίνετε πολύ καλοί φίλοι οι δυό σας. Να θυμάσαι όμως πως δεν πρέπει να του κάνεις πράγματα που θα καταλαβαίνεις ότι δεν του αρέσουν, όπως δεν κάνουμε κι εμείς σε εσένα αυτά που δεν θέλεις. Εντάξει;»
-«Εντάξει μπαμπάκα μου!» η Μαρίνα από τη χαρά της έτρεξε να τον αγκαλιάσει, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα το γατάκι να φοβηθεί και να δώσει έναν πήδο από τα γόνατα του μπαμπά, να πέσει κατακέφαλα στο χαλί του σαλονιού, και να σηκωθεί στα τρεμάμενα ποδαράκια του ζαλισμένο. Η Μαρίνα ήθελε να βάλει τα γέλια, ιδίως αφού είχε τρεις μέρες να γελάσει επειδή ήταν άρρωστη, αλλά κοιτώντας το Νίκο κατάλαβε πως δεν έπρεπε να το κάνει. Πώς θα μπορούσε όμως να συγκρατηθεί αν το γατάκι έκανε συνέχεια τέτοια κόλπα;

gatesparamuthi


Όλη αυτή την ώρα η μαμά παρακολοθούσε τη συζήτηση κοντά τους, αλλά από μια "απόσταση ασφαλείας" , όπως θα έλεγε ο Νίκος. Και έκανε την παρέμβασή της.
-«Ωραία τα κανονίσατε, πατέρας και κόρη» τους είπε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις «αλλά να ξέρετε πως επειδή ακριβώς κι εγώ το αγαπώ και το λυπάμαι, δε σημαίνει ότι εγώ θα είμαι η μόνη που θα το φροντίζει». Ωχ, η μαμά θα αγριέψει. «Οπότε, καλά θα κάνουμε να συνεννοηθούμε για μερικά πράγματα. Δεν θέλω να υπάρχει ανακατωσούρα στο σπίτι, ούτε να γίνονται ζημιές».
-«Μαμά, τι μπορεί να κάνει ένα τόσο δα πράγμα; Εμένα μου φαίνεται πολύ μικρό και αδύναμο και νομίζω ότι μας φοβάται κιόλας πολύ.»
-«Σύντομα θα μεγαλώσει καλή μου, και πρέπει από τώρα να το μάθουμε κάποια πράγματα, ώστε όλοι μας να περάσουμε καλά. Ούτε αυτό δηλαδή να στεναχωριέται ούτε εμείς.»
-«Έχει δίκιο η μαμά Μαρίνα!» ο Νίκος έπρεπε να πάρει το μέρος της για να έχουν ηρεμία και τάξη.
-«Λοιπόν, το γατάκι θα κοιμάται μέσα στο καλάθι από λυγαριά που βάζουμε τα φρούτα, στο πλατύσκαλο». Η μαμά δεν έχανε λεπτό. Ήταν πολύ "πρακτική" όπως έλεγε και ο μπαμπάς. Αλλά μερικές φορές δεν ήξερε η Μαρίνα αν αυτό θα ήταν για καλό. «Θα του βάλουμε και την παλιά κουβερτούλα της Μαρίνας για να είναι ζεστό.» Εδώ θα άνοιγε το στόμα της η Μαρίνα να της πει ότι σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να δώσει τη δικιά της κουβέρτα για το γατί, αλλά κρατήθηκε. Γιατί ήταν κι αυτό ένα ορφανό. Πώς έδωσε στα ορφανά παιδάκια τα παιχνίδια της τα Χριστούγεννα; Ε, έτσι θα έδινε την παλιά της κουβέρτα για το ορφανό γατάκι. Να είναι άνετο και ζεστό το κρεβάτι του.
-«Και θα του πάρουμε κι ένα δοχείο με ειδική άμμο για την "ανάγκη" του». Η μαμά είχε ήδη αρχίσει να γράφει σε ένα χαρτί τι έπρεπε να γίνει και τι έπρεπε να αγοράσουν. Και συνέχιζε χωρίς σταματημό: «Δεν θα το ταΐζετε συνέχεια, μόνο τρεις φορές την ημέρα, και μόλις μεγαλώσει αρκετά μόνο μία. Δεν θα του πετάτε διαρκώς μεζέδες από το φαγητό μας, που στο κάτω – κάτω δεν ξέρουμε εάν κάνει και να το φάει. Δεν θα του δέσετε κορδέλες και φιόγκους στο λαιμό γιατί μπορεί να πνιγεί. Και θα το πάμε στον γιατρό να του κάνει τα απαραίτητα εμβόλια». Η μαμά τα είπε αυτά με μια ανάσα, λες και φοβόταν ότι θα τα ξεχάσει.
Μπαμ! Κατακέφαλα της ήρθαν της Μαρίνας τα .. "εμβόλια". Ως τα τώρα εμβόλια ήξερε πως κάνουν μόνο τα παιδάκια, και πως εκείνη έπρεπε να τα ανέχεται γιατί λέει κάνουν καλό στην υγεία της, αλλά η αλήθεια είναι πως τρέμανε τα πόδια της κάθε φορά που πήγαιναν στην παιδίατρο για να κάνει εμβόλιο και έβαζε τα κλάματα και μάλιστα πολύ δυνατά και δεν ντρεπόταν και καθόλου! Ώρες είναι δηλαδή να πρέπει να κουβαλάνε στην παιδίατρο και το γατάκι και να του κάνουν κι εκείνου ένεση ! Πώς το λυπόταν το κακόμοιρο...
-«Μα, κάνουν και οι γάτες εμβόλια μαμά;» έπρεπε να ρωτήσει
-«Όταν πρόκειται να έχουμε στο σπίτι μας ένα ζώο, γάτα ή σκύλο, θα πρέπει να του κάνουμε ειδικά εμβόλια ώστε να μην πάθει κάποιες αρρώστιες, είτε αυτές που θα του κολλήσουμε εμείς, είτε αυτές που θα μπορούσαν να κολλήσουμε εμείς από εκείνο. Είναι απαραίτητο να γίνεται αυτό.»
-«Και θα πηγαίνουμε μαζί στην παιδίατρο;» Η Μαρίνα σκεφτόταν πως αν είχε μια παρέα, ίσως τα πράγματα αν μην ήταν τόσο δύσκολα.
-«Όχι, τα γατάκια πάνε σε ειδικό γιατρό, που τον λένε "κτηνίατρο", κι εκείνος θα μας πει πώς πρέπει να το φροντίζουμε, κάθε πότε θα κάνει εμβόλια, τι πρέπει να τρώει και τι όχι. Προς το παρόν όμως, θα πρέπει να του δώσουμε λίγο γάλα, γιατί μου φαίνεται ότι πεινάει πολύ.» Και λέγοντας αυτά η μαμά, έβαλε σε ένα μικρό μπωλ λίγο γάλα, το ανακάτεψε και με μπόλικο χλιαρό νερό για να είναι ζεστούλι, και το έδωσε στο Νίκο, μαζί με μία σύγιγγα. Κι ο καλός της ο μπαμπάς, αφού άπλωσε μία πετσέτα στα πόδια του, έπιασε το γατάκι και του έδινε το γάλα του σταγόνα-σταγόνα με τη σύριγγα, απαράλλαχτα όπως έκανε και με το φάρμακο της Μαρίνας. Με τι όρεξη έτρωγε το καημενούλι! Θα είχε πολύ καιρό νηστικό. Η Μαρίνα τα έχασε με το πόσο τρυφερά το περιποιόταν ο μπαμπάς, που του έλεγε γλυκά λόγια με απαλή φωνή για να το ηρεμήσει και πρόσεχε πάρα πολύ να μην το πνίξει.

gatesparamuthi


Αλλά δεν την άφησαν να το χαΐδέψει. Τουλάχιστον όχι πριν το καθαρίσουν. Και παρά το γεγονός πως στις γάτες δεν αρέσει το νερό, η μαμά αποφάσισε να του κάνει ένα γερό μπάνιο, γιατί λέει ήταν τόσο βρώμικο που δεν καταλάβαινες το χρώμα του. Και βάζοντας σε μια λεκανίτσα ζεστό νερό και λίγες σταγόνες από το σαμπουάν της Μαρίνας, έβρεχε ένα πανάκι και του καθάριζε τη γούνα όσο πιο απαλά μπορούσε. Περίεργο πράγμα! Το γατάκι δε διαμαρτυρήθηκε καθόλου. Καθόταν φρόνιμα και παρακολουθούσε τι του έκαναν, χωρίς καμιά προσπάθεια να τους ξεφύγει. Κι όταν τελείωσε η μαμά μάλιστα, του στέγνωσε τη γούνα με το σεσουάρ, όπως ακριβώς το έκανε και με τα μαλλιά της μικρής της κόρης. Η Μαρίνα λύθηκε στα γέλια όταν το είδε καθαρό και τόσο φουντωμένο που έμοιαζε να έχει ξαφνικά μεγαλώσει, κι άπλωσε δειλά-δειλά το χεράκι της να το χαΐδέψει. Ήταν ζεστό και απαλό και κάτασπρο. Όχι, στάσου, δεν ήταν τελείως άσπρο. Το ένα του αυτί είχε χρώμα καφετί, και μία τέτοια βούλα, καφετιά κι αυτή, ήταν στην πλάτη του. Μούρλια ήταν, σα ζωγραφιά!

gatesparamuthi


Με μεγάλη προσοχή η Μαρίνα έστρωσε στο καλάθι από λυγαριά την κουβερτούλα του. Ήθελε όσο μπορούσε, να του εξασφαλίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, της αγκαλιάς της μανούλας του που τόσο θα του έλειπε. Σύντομα, το γατάκι χουζούρευε ευχαριστημένο εκεί μέσα. Και το ίδιο έκανε κι η Μαρίνα στο δικό της κρεβάτι.
Την άλλη μέρα όμως το γατάκι ήταν κακόκεφο. Η Μαρίνα γύρισε από τον παιδικό σταθμό και είδε τη μαμά της να το κοιτάζε με περίεργο ύφος, γιατί λέει δεν είχε φάει καθόλου. Ήταν ολοφάνερο, η μαμά ανησυχούσε, είχε το ίδιο ύφος με τις προηγούμενες μέρες που ήταν άρρωστη η κόρη της. Μια βαθιά ρυτίδα είχε χαρακτεί στο μέτωπό της, ακριβώς ανάμεσα στα φρύδια της, και αυτό έδειχνε πως ήταν προβληματισμένη. Α, δε της άρεσε καθόλου αυτό. Λες να το κόλλησε το γατάκι; Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Ούτε η μαμά ήξερε τι να της πει.
Επιστρατεύτηκε λοιπόν η γιαγιά. Η γιαγιά πάλι δεν ήξερε κι η ίδια πολλά πράγματα, αλλά είχε μία φίλη, την κυρία Μαρία, η οποία είχε πολλές δικές της γάτες, που μάλιστα τις αγαπούσε υπερβολικά. Και την πήρε τηλέφωνο να τη ρωτήσει τι θα πρέπει να κάνουν.
Η κυρία Μαρία, η φίλη της γιαγιάς, από ότι θυμόταν η Μαρίνα, ήταν πολύ ψηλή και πολύ, μα πάρα πολύ χοντρή. Έμοιαζε με την μεγάλη υδρόγειο σφαίρα που είχαν στην τάξη τους, έτσι ολοστρόγγυλη ήταν κι αυτή, με τη μόνη διαφορά πως η κυρία Μαρία είχε πατούσες ενώ η υδρόγειος δεν είχε! Και φορούσε πάντα κάτι ρούχα φαρδιά, με μεγάλα χρωματιστά λουλούδια.
Η κυρία Μαρία λοιπόν, αφού άκουσε όλη την ιστορία από τη γιαγιά Φωτούλα, αποφάνθηκε ότι μάλλον το γάλα του έπεσε βαρύ του γατιού και το στομαχάκι του δεν το άντεξε. Όταν το είπε αυτό η γιαγιά στη μαμά, ξέσπασε καβγάς τρικούβερτος! Η γιαγιά έλεγε πως αν κάποιος ήξερε τι να κάνουν αυτή ήταν η κυρία Μαρία, και πως έπρεπε να την ακούσουν, κι η μαμά ότι καλά θα έκαναν να μην ανακατεύονται με την ανατροφή πλασμάτων που δεν ξέρουν πώς να τα περιποιηθούν και καλά θα έκαναν να άφηναν την φροντίδα τους στον καλό Θεό, που ξέρει καλύτερα. Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο μπαμπάς, που πήρε τη "μερίδα του" από το μάλωμα της μαμάς, πως ίσως δεν έπρεπε να αναλάβουν μια τέτοια ευθύνη γιατί δεν το είχαν ξανακάνει και πως τώρα όλοι θα στεναχωριόνταν εάν χανόταν το γατάκι.

gatesparamuthi


Να χαθεί; Τι πάει να πει αυτό; Καθόλου δεν ήθελε να το φαντάζεται η Μαρίνα, άλλωστε είχε υποσχεθεί στη δασκάλα της πως μόλις το γατάκι γινόταν λίγο μεγαλύτερο, θα το πήγαινε μια μέρα να το δούν και τα άλλα παιδιά στον παιδικό. Πώς θα γινόταν αυτό αν το χάνανε το γατί;
-«Δε μου λέτε κι εμένα τι πρότεινε η κυρία Μαρία;» ο μπαμπάς έψαχνε να βρει μια λύση. Και η Μαρίνα του είχε εμπιστοσύνη. Θα την έβρισκε την άκρη.
-«Είπε πως το γατάκι είναι ακόμη πολύ μικρό για να πιει κανονικό γάλα, ακόμη κι αν είναι αραιωμένο με νερό». Η γιαγιά μετέφερε ακριβώς τα λόγια της φιλενάδας της. «Θα πρέπει να αγοράσουμε γάλα σε σκόνη, σαν αυτό που πίνουν τα βρέφη, και με τον καιρό, θα μάθει να πίνει και το κανονικό γάλα. Του έχει πέσει βαρύ στο στομαχάκι του, ήπιε και μπόλικο μονομιάς γιατί ήταν πεινασμένο, θα αργήσει να συνέλθει».
-«Καλά, δεν είναι και κτηνίατρος η φίλη σου!» Η μαμά ήταν ξεροκέφαλη μερικές φορές, ολόϊδια η Μαρίνα.
-«Κτηνίατρος δεν είναι, αλλά είναι ότι καλύτερο έχουμε αφού δεν έχουμε βρει ακόμη το γιατρό που θα αναλάβει το μικρό μας φίλο. Και ξέρει τόσα πολλά γιατί ακριβώς χρόνια ολόκληρα μεγαλώνει γάτες. Τι καλύτερο από αυτό θέλεις;» Για κοίτα, και η γιαγιά μπορεί να γίνεται ξεροκέφαλη άμα θέλει !

gatesparamuthi


Αν δεν ήταν δηλαδή να φοβάται η Μαρίνα πως μπορούσε να χαθεί το γατάκι, θα έκανε πολύ γούστο με τους μεγάλους.
-«Και τι άλλο είπε να κάνουμε μέχρι να πάμε στον κτηνίατρο;» Ο μπαμπάς έκανε σα να μην είχε ακούσει όλα τα προηγούμενα.
-«Είπε ότι μπορεί να αρρώστησε αν έμεινε μοναχό του χωρίς φροντίδα για πολλές μέρες, οπότε θα πρέπει να του δώσουμε ασπιρίνη». Η γιαγιά είπε και τις υπόλοιπες οδηγίες.
-«Ασπιρίνη, γιαγιά; Και δεν θα πνιγεί; Εμένα μου δώσατε μια φορά και με κοιτούσατε όλοι μαζί μην τύχει και στραβοκαταπιώ, πώς θα εξηγήσουμε στο γατάκι τι πρέπει να κάνει;» Τώρα η ανησυχία της Μαρίνας φούντωσε για τα καλά. Διότι καταλάβαινε πως αν το γατί δεν πήγαινε καλιά του από κρυολόγημα, θα πήγαινε από πνιγμό. Πώς θα το έλεγε αυτό το πράγμα στα άλλα παιδιά που περίμεναν να το γνωρίσουν και να παίξουν μαζί του;
-«Θα του τη λιώσουμε μέσα στο γάλα του και θα του την ταΐσουμε λίγο-λίγο.» Ουφ, ευτυχώς, αυτή η κυρία Μαρία ήξερε να δίνει τις σωστές οδηγίες. Πάλι καλά!
-«Ωραία» είπε ο μπαμπάς, «θα βρω ένα φαρμακείο και θα πάρω τα απαραίτητα. Στο μεταξύ Μαρίνα, κράτησέ του λίγη συντροφιά. Ας μην το αφήσουμε μόνο του μέχρι να γίνει καλύτερα».

gatesparamuthi


Το γατάκι κλαψούριζε παραπονεμένο στο καλάθι του. Της Μαρίνας δεν της έκανε καρδιά να απομακρυνθεί, αλλά επειδή στο πλατύσκαλο έκανε κρύο, η μαμά έφερε το καλάθι μέσα στο σπίτι. Και όταν ήρθε ο μπαμπάς, γελώντας με τη μούρη του φαρμακοπειού όταν του ζήτησε γάλα για βρέφη και παιδική ασπιρίνη για να φροντίσει το έκθετο γατάκι που βρήκε στον κήπο του, ανέλαβε η μαμά να το φροντίσει. Είπε πως εφόσον ήξερε να περιποιείται ένα άρρωστο κοριτσάκι, το ίδιο θα μπορούσε να κάνει και με ένα κακόμοιρο πλάσμα πολύ μικρότερο. Αλλά η Μαρίνα με το μπαμπά κοιτάχτηκαν καλά καλά. Ήξεραν κι οι δύο πως παρά τις αντιρρήσεις της, η μαμά το λυπόταν πάρα πολύ το γατάκι, άσε που μπορεί να το αγαπούσε κιόλας.
Το καλάθι τελικώς έμεινε μέσα στο σπίτι, το ίδιο και το γατί, κι η μαμά δικαιολογήθηκε πως ήθελε να «έχει το νου της». Και έμεινε στην ίδια θέση για ολόκληρη την εβδομάδα. Στο μεταξύ βέβαια, είχαν πάει και τον κτηνίατρο, και τους είχε δώσει και σταγόνες με βιταμίνες.

gatesparamuthi


Ώσπου ένα πρωί, βρήκαν το γατάκι έξω από το καλάθι του, να παίζει με τη μπάλα της Μαρίνας. Χοροπηδούσε γύρω της, την κλωτσούσε με τις μικρές, αφράτες πατούσες του και έτρεχε να την πιάσει κάτω από τον καναπέ. Πανηγύρζαν όλοι μαζί, φορώντας τις πυτζάμες τους! Το γατάκι ήταν μια χαρά, ήπιε με πολύ όρεξη το γάλα του, και δάγκωσε και μια άκρη από το ειδικό μπισκοτάκι του. Δεν ήταν πλέον ένα «λουκάνικο με ουρά» όπως το έλεγε η μαμά, είχε πάρει βάρος, η γούνα του γυάλιζε κάτασπρη, και το καφετί αυτί του κουνιόταν πέρα – δώθε. Αν δεν ήταν η γιαγιά να τους φωνάξει πως θα αργήσουν στις δουλειές τους, ήταν ικανοί όλη μέρα να παίζουν μαζί του.
Η γιαγιά Φωτούλα είχε κάθε δίκιο να πανηγυρίζει κι εκείνη. Με τις οδηγίες της φιλενάδας της έγινε καλά το γατάκι. Κι η μαμά είχε δίκιο να πανηγυρίζει. Διότι εκείνη ασχολήθηκε με πολύ φροντίδα μαζί του. Κι ο μπαμπάς είχε δίκιο να πανηγυρίζει. Γιατί αυτός επέμενε να το κρατήσουν. Για δες ! Θα καβγάδιζαν τώρα για το ποιος αγαπούσε περισσότερο το γατάκι. Αδύνατο να τους καταλάβει αυτούς τους μεγάλους!.
Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο περισσότερο δυνάμωνε το γατάκι, και γινόταν όλο και πιο παιχνιδιάρικο. Είχε αποκτήσει το συνήθειο να κλέβει τις μπάλες της Μαρίνας, να μπερδεύει τα κουβάρια της γιαγιάς, να πέφτει μέσα στη γαβάθα με το γάλα του και να γεμίζει τον τόπο γαλακτερές πατημασιές, να χώνεται μέσα στις παντόφλες του μπαμπά και να κοιμάται του καλού καιρού. Ήταν πιστός ακόλουθος της Μαρίνας, κι ήταν αυτή που του έδειχνε πώς να κάνει τις πιο νόστιμες σκανταλιές! Άλλωστε ο συγκεκριμένος φίλος δεν μπορούσε να τη μαρτυρήσει κιόλας ! Μέχρι και από τη σοκολάτα της του έδωσε ένα κομματάκι, κι επειδή τον είδε να γλείφεται με μεγάλη απόλαυση, κατάλαβε πως θα μοιράζονταν στο μέλλον πολλά πράγματα μαζί, έστω κι αν αυτή ήταν κοριτσάκι κι εκείνος ένας γάτος.

gatesparamuthi


Μετά από λίγες βδομάδες, ο γάτος έμαθε να τρώει και ψαράκια, και κοντά του το ίδιο έκανε και η Μαρίνα, που ως τα τότε τα έτρωγε "με το στανιό" γιατί της έλεγαν πως ήταν θρεπτικά και δεν ήθελε να τους στεναχωρήσει. Έμαθε επίσης ότι το πιο καταπληκτικό παιχνίδι είναι να μπερδεύει τα κουβάρια της γιαγιάς, αυτά που όταν ήταν πιο μικρός το μόνο που έκανε ήταν να τα κυνηγάει. Τώρα μπορούσε να τα ξετυλίγει και μετά να φέρνει σβούρες γύρω από τα μαλλιά, φέρνοντας σε απελπισία τη γιαγιά, που όμως δεν τον μάλωνε ποτέ, κι όλο και κάποια λιχουδιά του έφερνε για να ... "νοστιμίσει τη μέρα του" όπως έλεγε. Έπαιρνε τη Μαρίνα συνέχεια από πίσω όταν ήταν στο σπίτι, ακόμη κι όταν σκαρφάλωνε στο σκαμνάκι για να φτάνει το νιπτήρα και να πλένει τα δόντια της, και μετά καθόταν φρόνιμα δίπλα στις κούκλες της όταν εκείνη τους έλεγε πώς πέρασε τη μέρα στον παιδικό σταθμό και ιστορίες που έβγαζε από το μυαλό της.
-«Ξέρεις, Μαρίνα, πρέπει να του βρούμε ένα όνομα τώρα πια» της είπε ο μπαμπάς σηκώνοντας το κεφάλι από την εφημερίδα που διάβαζε εκείνο το βράδυ. Το γατάκι είχε μεγαλώσει, είχε γίνει σχεδόν ένας κανονικός γάτος, και παρά τις οδηγίες της μαμάς, έτρωγε μεζεδάκια από όλα τα φαγητά που είχε κάθε φορά το τραπέζι τους. Όνομα όμως δεν του είχανε δώσει. Είχε δίκιο ο μπαμπάς. Αλλά της Μαρίνας δεν της άρεσαν αυτά τα χαζά ονόματα Ριρής, Τρεχάλας, Κουφιοκεφαλάκης, που έβγαζαν τα παιδιά στο σχολείο στα ψεύτικα ζωάκια τους. Αυτή ήθελε ένα όνομα μοναδικό, όπως μοναδικός ήταν κι ο γάτος της.

gatesparamuthi


Α, όλα κι όλα. Ο δικός της γάτος μπορεί να ήταν "κεραμιδόγατος" όπως τον αποκάλεσε η μαμά και να μην ήταν από καμιά σπουδαία ράτσα, αλλά ήταν τσαχπίνης, χαδιάρης και έξυπνος. Δεν θα μπορούσε ποτέ να τον φωνάξει ... Ριρή. Ο γάτος από όλα αυτά δεν καταλάβαινε γρι, παρά μασουλούσε μακάρια τα κρόσσια του χαλιού, κι η Μαρίνα έτρεξε να τον διώξει από εκεί για να μην τον πάρει είδηση η μαμά και γίνει χαλασμός. Κι αυτός βγήκε καταφύγιο κάτω από την πολυθρόνα του μπαμπά, κουλουριάστηκε και έβγαλε προς τα έξω λιγουλάκι το ένα του αυτί, εκείνο με την καφετιά βούλα, λες και ήθελε να κρυφακούσει.
Της πήρε πολύ ώρα μέχρι να αποφασίσει. Και στο τέλος γύρισε προς τον μπαμπά της, και του είπε χωρίς να το πολύ-πιστεύει ότι θα είχε επιτυχία :
-«Λέω να τον πούμε "Ασπιρίνη", μια και αν δεν του δίναμε ασπιρίνη δεν θα γινόταν καλά ο καημένος και τώρα θα τον κλαίγαμε! Άλλωστε, είναι κι αυτός άσπρος, όπως είναι και η ασπιρίνη, και μου φαίνεται δίκαιο να έχει ένα τέτοιο όνομα, για να μην ξεχάσουμε ποτέ πόσο αδύναμος ήταν μικρούλης». Η Μαρίνα κοίταξε τον μπαμπά σοβαρά. Στο βάθος ήξερε πως κανένας γάτος δεν είχε ποτέ τέτοιο όνομα, μα ποιος νοιαζόταν; Και καθώς ο μπαμπάς δεν απάντησε αμέσως, σκεφτόταν πως πιο ταιριαστό όνομα δεν θα μπορούσε να του βρει.
Στο τέλος ο Νίκος χαμογέλασε πλατιά και της είπε !:
-«Πολύ καλά ! Στο εξής κατοχυρώνεται. Το όνομά του είναι Ασπιρίνης! Αν και, ποτέ δεν το έχω ξανακούσει, πρέπει να παραδεχτώ ότι είχες πολύ καλά επιχειρήματα μικρή μου!» Και σηκώθηκε, πήρε ένα μεγάλο άσπρο χαρτί, και έγραψε πάνω «Ασπιρίνης» με πολύ μεγάλα γράμματα, και το κρέμασε πάνω από το καλάθι του γάτου.

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved