Το παραμύθι της εβδομάδας: «Τα μελομακάρονα της βαρυστομαχιάς!»

Ο Νικόλας γλείφει τα δάκτυλά του με απόλαυση. Ούτε ένα ψιχουλάκι δεν θέλει να πάει χαμένο. Απλώνει το χέρι του να πάρει και τρίτο – ή μήπως τέταρτο; - μελομακάρονο από το δίσκο, αλλά η μαμά τον ... «φρενάρει».

Το παραμύθι της εβδομάδας: «Τα μελομακάρονα της βαρυστομαχιάς!»

«Απαπαπα! Δεν θα φας άλλο μελομακάρονο σήμερα! Θα πάθεις τίποτε!» του φωνάζει. Αλλά ο Νικόλας φυσικά έχει άλλη άποψη. Εδώ τρώει τις μπάμιες και δεν παθαίνει κάτι, με τα μελομακάρονα που είναι νόστιμα και τα τρώει μόνο μια φορά το χρόνο θα πάθει; Αποκλείεται. Και ευθύς καταστρώνει πολυμήχανο σχέδιο στο μυαλό του για το πώς θα κλέψει μερικά και θα τα κρύψει στη ντουλάπα του για να τα απολαμβάνει με την άνεσή του και χωρίς τις παρατηρήσεις τις μαμάς.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Μα και οι μαμάδες – ως γνωστόν – έχουν την ικανότητα να διαβάζουν την σκέψη των παιδιών τους, κι έτσι η μαμά του, συνέχισε: «και μην σου περάσει καμιά ιδέα πως μπορείς να κρύψεις μελομακάρονα! Φουκαρά μου, τα έχω μετρημένα, οπότε θα ξέρω πόσα λείπουν!»

Αδιέξοδο. «Τι να το κάνω ένα βουνό μελομακάρονα άμα δεν μπορώ να φάω όσα θέλω; να στολίζουν τον μπουφέ;», σκεφτόταν με μια κάποια απογοήτευση ο Νικόλας. Αλλά, προς το παρόν, επειδή η μαμά γυρόφερνε στην τραπεζαρία, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να συμμορφωθεί με τις οδηγίες της.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Μετά το βραδινό φαγητό όμως, σηκώθηκε φουριόζος από το τραπέζι και, κρατώντας ένα ταπεράκι στο χέρι, όρμησε στην πιατέλα με το μελωμένο βουνό. Όλη την ώρα που έτρωγε – το καθ’ όλα υγιεινό του γεύμα – εκείνος ονειρευόταν πώς θα ξάπλωνε στον καναπέ, θα παρακολουθούσε την αγαπημένη του σειρά στην τηλεόραση και θα μασουλούσε μακαρίως τα μελομακάρονά του.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Είπαμε, όχι άλλο γλυκό σήμερα!» Η αυστηρή φωνή της μαμάς ήταν ακριβώς έναν τόνο πιο κάτω από το «σου απαγορεύω να ξανα-φας έστω κι ένα», οπότε ο Νικόλας πάλι φρενάρισε κι αρκέστηκε στο να χαζέψει τηλεόραση μέχρι να νυστάξει. Γιατί ξέρει πως η μαμά ότι λέει το εννοεί και δεν το είχε σε τίποτε να τον τιμωρήσει με αποκλεισμό από τον χώρο που βρίσκονται τα μελομακάρονα μέχρι να μείνει ένα μόνο τελευταίο στην πιατέλα.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Λίγο πιο μετά, κι ενώ είχε πάρει αγκαλιά τον αγαπημένο του αρκούδο και ήταν έτοιμος να κλείσει τα μάτια του εντελώς, η μαμά ήρθε να του πει καληνύχτα κι όπως πάντα, του χάιδεψε λιγάκι τα μαλλιά και τον σκέπασε καλύτερα – ο Νικόλας φυσικά, πάλι όπως πάντα, θα ξεσκεπαζόταν αμέσως μόλις εκείνη έφευγε. Αλλά δεν άντεξε να μην τη ρωτήσει: «μα, γιατί δεν με αφήνεις να φάω άλλο ένα μελομακάρονο; θα ξανα-πλύνω τα δόντια μου μετά!»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Αχ, μικρέ μου γιε.... το ξέρεις πολύ καλά πως δεν κάνει να τρώμε ένα σωρό γλυκά μαζεμένα – κι εσύ το παρακάνεις τον περισσότερο καιρό. Μα, δεν είναι μόνο αυτό. Βλέπεις, όταν ήσουν πολύ πιο μικρός, είχες φάει μια μέρα τόσα πολλά, μα τόσα πολλά, που στο τέλος έκανες τον ένα εμετό πίσω από τον άλλο!» του είπε η μαμά κι εξακολουθούσε να του ανακατεύει τα μαλλιά.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Αλήθεια; δεν το θυμάμαι!»
«Ευτυχώς που δεν το θυμάσαι γιατί ήταν σκέτο μαρτύριο! Ήταν τα πρώτα μελομακάρονα που έφτιαχνα με τα χέρια μου, με τη συνταγή της γιαγιάς, κι ήμουν κι εγώ ενθουσιασμένη που σου άρεσαν, και καμάρωνα και χαιρόμουν να σε βλέπω να τα τρως με τόση βουλιμία!» η μαμά του χαμογελούσε απαλά. «Αυτό ήταν και το λάθος μου. Έπρεπε να είχα καταλάβει πως ένα τόσο μικρό παιδί δεν κάνει να φάει ένα βουναλάκι γλυκά, έστω κι αν τα είχα φτιάξει με τα χεράκια μου κι όλη μου την αγάπη! Δυστυχώς, αυτό το μάθημα το πήρα με τον χειρότερο τρόπο: σε έπιασε πόνος στην κοιλιά, διπλωνόσουν στα δύο κι ότι κι αν σου έκανα δεν μπορούσες να ηρεμήσεις όλο το βράδυ.»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Ο Νικόλας γέλασε αλλά η μαμά, έστω και στο μισοσκόταδο, τον κοίταξε αυστηρά. «Δεν είναι για γέλια. Εγώ ακόμη το θυμάμαι και μου έρχεται να βάλω τα κλάματα! Σε έβλεπα να ταλαιπωρείσαι και δεν μου άρεσε καθόλου!»
«Ναι, αλλά τώρα έχω μεγαλώσει και νομίζω πως το στομάχι μου αντέχει μερικά μελομακάρονα παραπάνω!» διαμαρτυρήθηκε ενώ χασμουριόταν.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Αυτό μπορεί ν’ αντέχει αλλά τέτοια λαχτάρα δεν αντέχω να ξαναπεράσω εγώ!» δήλωσε η μαμά και τον ξανα-σκέπασε μέχρι τη μύτη.

Όλο εκείνο το βράδυ ο Νικόλας ονειρευόταν – τι άλλο; Ένα βουνό μελομακάρονα που ολοένα μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε κι αυτός έτρωγε όσα περισσότερα μπορούσε, κι όμως αυτό ακόμη μεγάλωνε και ήρθε και γέμισε όλη την τραπεζαρία τους. Και, περίεργο πράγμα δηλαδή, η μαμά χαμογελούσε και του έλεγε να φάει όσα θέλει!

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Μ’ αυτή τη γλύκα στο στόμα, των απαγορευμένων μελομακάρονων, πήγε την άλλη μέρα στο σχολείο. Και τα διηγιόταν όλα αυτά στην συμμαθήτριά του τη Δέσποινα. Μα εκείνη προτιμούσε – είπε – τους κουραμπιέδες. «Γεμίζει το στόμα από κείνη τη ζάχαρη που είναι τόσο ανάλαφρη.... κι ίσως με τους κουραμπιέδες να μην παθαίνεις στομαχόπονο. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω πάθει! Οι μεγάλοι όλο μου λένε να προσέχω μην πνιγώ από τη ζάχαρη την άχνη, αλλά ούτε αυτό το έχω πάθει μέχρι στιγμής. Εδώ δεν πνίγομαι όταν καταπίνω αμάσητα τα κουνουπίδια και τα μπρόκολα της μαμάς, που τα σιχαίνομαι, με τους κουραμπιέδες, που τους αγαπώ τόσο πολύ, θα πάθω κάτι; Αποκλείεται!»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Καθώς οι δυο τους συζητούσαν αυτά, ο Κωστής, που ήταν μαζί τους, δεν μίλαγε καθόλου. Ούτε τι του αρέσει ούτε πόσο τρώει ούτε αν έφτιαξε φέτος η μαμά του. Τίποτε. Φαινόταν ότι δεν τους άκουγε καν. Και σαν χτύπησε το κουδούνι ανέβηκε το ίδιο σιωπηλός τις σκάλες για την τάξη τους.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Αμάν καημένε Νικόλα!» πρόλαβε να σφυρίξει η Δέσποινα τραβώντας του την μπλούζα να μείνει παραπίσω.
«Τι;» απόρησε εκείνος.
«Δεν είδες τον Κωστή; Κουβέντα δεν είπε»
«Ε, είναι τυχερός, μάλλον αυτόν τον αφήνουν να φάει όσο θέλει!»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Τι λες! Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Ίσως και να μην έχουν κανένα γλυκό στο σπίτι τους!»
«Έλα τώρα! Πώς γίνεται αυτό; Σ’ όλα τα σπίτια έχουν τέτοιες μέρες! Ακόμη κι η γειτόνισσά μας η κυρία Χαρίκλεια που παραπονιέται συνεχώς για τα γόνατά της που την πονάνε, έχει κάνει ένα σωρό»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Μα, δεν ξέρεις;» η Δέσποινα χαμήλωσε τη φωνή της περισσότερο κι άφησε τα άλλα παιδιά να τους προσπεράσουν.
Ο Νικόλας δεν ήξερε. Αλλά έμαθε. Μέσα σε λίγα λεπτά έμαθε όσα ο φίλος του ο Κωστής δεν είχε συζητήσει καν. Αλλά η Δέσποινα τα ήξερε γιατί η μαμά του τα είχε πει στη δική της μαμά. Κι εκείνη έκανε αυτό που ένα καλοαναθρεμμένο κορίτσι δεν κάνει ποτέ: κρυφάκουσε.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Κι ήταν αρκετά τρομερά αυτά που έμαθε ο Νικόλας κι ας μην τα καταλάβαινε και πολύ. Το εργοστάσιο που δούλευε ο μπαμπάς του Κωστή ίσως να έκλεινε κι όσοι εργάζονταν εκεί πιθανόν θα έχαναν τη δουλειά τους. Κανείς δεν ήξερε να πει πότε θα γινόταν αυτό, όμως οι γονείς του θα έπρεπε να κάνουν μεγάλες οικονομίες για να τα φέρουν βόλτα μέχρι να δουν τι θα γίνει. Μέσα σε αυτή την αγωνία, ποιος είχε όρεξη να φτιάχνει γλυκά;

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Στο επόμενο διάλειμμα ο Νικόλας με τη Δέσποινα βιάστηκαν να εξαφανιστούν πίσω από τον κορμό της μεγάλης ακακίας που φύτρωνε στην αυλή και να συνεχίσουν την συζήτηση.
«Μπορεί κι αυτός να μην το ξέρει, να μην του το έχουν πει ακόμη» έλεγε ο Νικόλας

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Όλο και κάτι θα έχει καταλάβει όμως. Δεν είναι χαζός. Μπορεί να κρυφάκουσε σαν κι εμένα» είπε η Δέσποινα.
«Όπως και να έχει, είμαι σίγουρος πως οι γονείς του θα κάνουν ότι μπορούν για να μην τον στεναχωρήσουν. Κι ίσως τελικά να μην είναι και τόσο άσχημα τα νέα από τη δουλειά του μπαμπά του!»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Δεν μπορούμε να ξέρουμε ...» είπε η Δέσποινα κι αυτή τη φορά έδειχνε περισσότερο στεναχωρημένη. «Φαντάζεσαι πώς είναι να μην χαίρεσαι αυτές τις μέρες; Τις περιμένουμε όλοι τόσο πολύ, κάνουμε όνειρα, σχέδια, πλάνα, τις μετράμε ανάποδα, ζητάμε δώρα από τον Άγιο Βασίλη, προσπαθούμε να μαντέψουμε τι δώρο θα μας πάρουν οι παππούδες. Θα είναι πολύ λυπηρό αν δεν τα έχεις όλα αυτά».

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Ο Νικόλας είχε ένα μικρό ξυλαράκι στο χέρι του και σκάλιζε μ’ αυτό το λιγοστό χώμα στη ρίζα της ακακίας. «Πρέπει κάτι να κάνουμε. Δεν μπορούμε εμείς να χαιρόμαστε κι αυτός όχι. Είναι το παρεάκι μας»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Να μη μας καταλάβει όμως. Γιατί, ποιος ξέρει, μπορεί όλ΄ αυτά να είναι ψέματα, ένα κακό όνειρο, δεν θα ήταν σωστό να τον φέρουμε και σε δύσκολη θέση από πάνω!» είπε η Δέσποινα και τα δυο παιδιά χώρισαν έχοντας υποσχεθεί ο ένας στον άλλο να σκεφτούν όποιον τρόπο μπορέσουν για να περάσει κι ο Κωστής όμορφες γιορτές. Διαφορετικά ούτε εκείνοι οι δύο θα το ευχαριστιόνταν.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Εκείνο το απόγευμα ο Νικόλας δεν κοίταξε καν τα μελομακάρονα. Ξεμπέρδεψε γρήγορα με τη μελέτη του, έκανε ένα ντους βιαστικά, και καθόταν με τις ώρες και δάγκωνε το μολύβι του. Η μαμά του χαμογελούσε στη σκέψη πως ίσως να κατάλαβε πόσο άσχημα είχε περάσει μικρός και να βρήκε την ιστορία που του διηγήθηκε αρκετά διδακτική για να μην είναι πια λαίμαργος.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Μαμάαααα...» είπε κάποια στιγμή. «Να σου ζητήσω μια χάρη; Θέλω να βάλουμε σ’ ένα κουτί τα μισά μας μελομακάρονα!»
«Τα μισά; Γιατί;» ρώτησε η μαμά του.
«Για να τα πάω δώρο σ’ ένα φίλο» απάντησε ο Νικόλας.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Αλήθεια; θα τα πας δώρο; και δεν θα τα φας στο δρόμο προς τον φίλο;» Η μαμά είχε γίνει καχύποπτη.
«Όχι, όχι, δεν θα τα φάω, αλήθεια σου λέω, για να τα χαρίσω τα θέλω!» Ο Νικόλας επέμενε αλλά έβλεπε πως αν δεν έλεγε τα πάντα στη μαμά, μάλλον το σχέδιό του δεν θα πήγαινε καλά στο τέλος. Οπότε ... τα μάσησε από εδώ, τα μάσησε από εκεί, στο τέλος της ξεφούρνισε όσα είχε μάθει από τη Δέσποινα.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Όμως μαμά σε παρακαλώ, δεν θέλω να πεις τίποτε σε κανέναν, γιατί δεν θέλουμε να τον φέρουμε σε δύσκολη θέση! Σε παρακαλώ μαμά!», της είπε στο τέλος.

«Φυσικά και όχι!» είπε η μαμά του κι έφερε ένα μεγάλο μπολ με καπάκι, που το γέμισε σχεδόν μελομακάρονα. Έβαλε τόσα πολλά που ο Νικόλας είδε το βουναλάκι που ήταν στην πιατέλα να εξαφανίζεται και μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. Πάνε τα μελομακάρονα! Αλλ’ αυτό λίγη σημασία είχε.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Ε, εμείς ξαναφτιάχνουμε άμα θέλουμε» χαμογέλασε η μαμά που κατάλαβε τη σκέψη του. Κι είχε κάτι η φωνή της, σα να μην μπορούσε να καταπιεί, που έκανε το Νικόλα να την κοιτάξει καλά – καλά μήπως κι έπαθε τίποτε. Δεν φαινόταν να είχε πάθει κάτι, αλλά το χέρι της έτρεμε καθώς έβαζε μέσα στο τάπερ προσεκτικά τα γλυκά. Δεν είπε τίποτε ο Νικόλας γιατί κατάλαβε. Η μαμά του στεναχωριόταν. Καμιά μαμά δεν θέλει κανένα παιδί να περνά δύσκολες ώρες, όλο το χρόνο, όχι μόνο τα Χριστούγεννα. Κι ήταν σίγουρος πως η μαμά του, χωρίς κι αυτή να πει πολλά λόγια, κάτι θα σκεφτόταν με τη σειρά της για να γλυκάνει ακόμη περισσότερο αυτές τις γιορτές για χάρη του Κωστή.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Την άλλη μέρα, μετά το σχολείο, ο Νικόλας γύρισε σπίτι του, ξε-φορτώθηκε την τσάντα του, φορτώθηκε το τάπερ, πήγε από το σπίτι της Δέσποινας, φορτώθηκε και το δικό της τάπερ που όμως είχε μέσα κουραμπιέδες, και πήγαν βιαστικοί στο σπίτι του Κωστή.

«Ωπ! τι κάνετε εσείς εδώ;» τους ρώτησε εκείνος ανοίγοντας την πόρτα.
«Άστα, Κωστή, τα κλάσματα», είπε μονοκόμματα ο Νικόλας, ακολουθώντας πιστά το σενάριο του σχεδίου που είχαν καταστρώσει με την Δέσποινα.
«Τα κλάσματα;» απόρησε ο φίλος τους κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα για να περάσουν μέσα να μην τους τρώει το κρύο.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Ναι, αυτά, τα κλάσματα και τα ισοδύναμα και οι αριθμητές κι οι παρονομαστές, μεγάλο μπέρδεμα, τίποτε δεν έχουμε καταλάβει!» έκανε κι Δέσποινα με την πιο παραπονιάρικη φωνή της.
«Τίποτε!» επιβεβαίωσε κι ο Νικόλας. «Κι είπαμε να ‘ρθουμε να μας τα πεις κι εσύ που είσαι καλύτερος στα μαθηματικά!»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Ε, δεν είμαι δα και σοφός, αλλά ίσως μπορώ να σας βοηθήσω!» είπε ο Κωστής όπως πάντα πρόθυμος. «Αλλά τι κουβαλάτε; αυτά δεν είναι τετράδια μαθηματικών!»
Η Δέσποινα κατάπιε το σάλιο της όπως – όπως και συνέχισε την συμφωνημένη ιστορία: «Να, ξέρεις, όλοι πηγαίνουν αυτές τις μέρες επισκέψεις και προσφέρουν κι από ένα κουτί γλυκά, για το καλό που λένε, αλλά εμείς δεν είχαμε τόσα λεφτά ώστε ν’ αγοράσουμε κάτι από το ζαχαροπλαστείο και σκεφτήκαμε ... δηλαδή ο Νικόλας σκέφτηκε ... πες ρε Νικόλα κι εσύ που σκέφτηκες!»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Να σκέφτηκα που λες, να πάρουμε μερικά γλυκά από τα σπίτια μας, αφού εδώ που τα λέμε, η δικιά μου μαμά κάνει τα ωραιότερα μελομακάρονα του κόσμου και φέτος έφτιαξε ένα βουνό ολόκληρο ..... πολύ μεγάλο δεν ήταν το βουνό μας με τα μελομακάρονα, ε, Δέσποινα;»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Μεγαλύτερο ήταν το δικό μας με τους κουραμπιέδες πάντως!» είπε εκείνη με ύφος καμαρωτό και αμέσως δάγκωσε τα χείλη της γιατί ξέφευγε από το σενάριο και άλλα ήθελε να πει. «Τέλος πάντων», συνέχισε, «εγώ πνίγομαι μερικές φορές με την άχνη ζάχαρη κι ο Νικόλας βαρυστομαχιάζει γιατί δεν σταματά να τρώει μελομακάρονα, κι οι μαμάδες μας φωνάζουν.....»

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Και μου φέρατε να βαρυστομαχιάσω κι εγώ;» τους ρώτησε ο Κωστής με το γνωστό του χιούμορ.
«Όοοοχι, δεν είναι δα και τόσα πολλά, αλλά να, ξέρεις ... ε, δε γινόταν να έρθουμε, να σε στρώσουμε κάτω να μας μάθεις τα κλάσματα, και να εμφανιστούμε με άδεια χέρια χρονιάρες μέρες, ε, Δέσποινα;» ο Νικόλας πήρε μια βαθιά ανάσα, θαυμάζοντας τον εαυτό του που κατάφερε να τα πει όλα αυτά με φυσικότητα, κι άρχισε να ιδρώνει γιατί παρακάτω δεν είχαν σκεφτεί το υπόλοιπο σενάριο .....

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Ε, τότε καλά κάνατε! Θα τα τιμήσω και τα δύο! Εγώ δεν πνίγομαι και δεν βαρυστομαχιάζω εύκολα, άλλωστε δεν θα φάω και πολλά για να μείνουν και για τους γονείς μου!» Αυτά είπε ο Κωστής και τους ξε-φόρτωσε κι αυτός με τη σειρά του από τα βάρη και τα μπουφάν τους. Και στρώθηκαν κι οι τρεις στη μελέτη.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Καλά που σκεφτήκαμε τα κλάσματα, αλλιώς τι θα λέγαμε; Σου φέραμε γλυκά μήπως και δεν κάνετε εσείς φέτος γιατί φτωχύνατε;» έλεγε η Δέσποινα συνωμοτικά στο δρόμο του γυρισμού.

«Ευτυχώς να λες που δεν κατάλαβε εκείνος τίποτε. Γιατί εγώ τα είχα καταλάβει τα κλάσματα στο σχολείο κι ίσως μ’ έπαιρνε χαμπάρι πως παίζω θέατρο!» είπε ξεφυσώντας ο Νικόλας.
«Μέχρι εδώ καλά λοιπόν!» είπε η Δέσποινα φτάνοντας σπίτι της.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

«Κι αύριο που θα πούμε τα κάλαντα κι οι τρεις μαζί, κανόνισε μετά να κάνεις εσύ τη μοιρασιά και να κρατήσεις λιγότερα χρήματα για εμάς τους δύο!» της θύμισε ο Νικόλας. Αυτός ήταν ένας ακόμη τρόπος που είχαν σκαρφιστεί για να βοηθήσουν το φίλο τους.

«Δεν θα είναι εύκολο, ο Κωστής παίζει στα δάχτυλα τη διαίρεση, αλλά μέχρι αύριο θα έχω βρει έναν τρόπο για να το κάνουμε κι αυτό!» είπε η Δέσποινα και χωρίστηκαν.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Η μαμά δε ρώτησε τίποτε όταν τον είδε να καταπλέει σπίτι χαμογελαστός. Κατάλαβε. Η πρώτη φάση του σχεδίου πήγε καλά. Ήταν σίγουρη ότι θα υπήρχε και δεύτερη φάση – για τα χρήματα από τα κάλαντα όμως ο Νικόλας δεν της είχε πει κουβέντα. Μερικά πράγματα είναι καλύτερα να τα ξέρουν όσο λιγότεροι γίνεται. Τον είδε όμως που πήρε μονάχα ένα μελομακάρονο και το έφαγε πολύ αργά, σα να ήθελε να κρατήσει πολύ ώρα η απόλαυσή του. Κι όπως κάθε μαμά ξέρει καλά το παιδί της, έτσι κι η μαμά του Νικόλα ήξερε πως ο δικός της γιος, είχε πάρει δυο καλά μαθήματα για τη μελλοντική ζωή του.

11111111111ψψψψψψψψψψψψψψψψψψ

Το πρώτο και σημαντικότερο ήταν να μην αδιαφορεί για τα προβλήματα των ανθρώπων που αγαπά. Και το δεύτερο – κι εδώ η μαμά έβαλε τα γέλια μοναχή της – πως δεν θα βαρυστομάχιαζε ποτέ ξανά από μελομακάρονα μια και θα μοίραζε τα περισσότερα σ’ αυτούς που ίσως τα είχαν ανάγκη! Όσο για τον εαυτό της ... η μαμά του Νικόλα έκανε μια ευχή: να είναι όλα τα παιδιά του κόσμου γερά και χαρούμενα. Όλο το χρόνο!

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved