Το παραμύθι της εβδομάδας: Η φασολάδα … «της φιλίας»!

«Πάααλι; Δε μου αρέσουν τα φασολάκια!» διαμαρτυρήθηκε ο Κίμωνας στο μεσημεριανό φαγητό. Η μαμά δεν απάντησε αλλά τον κοίταξε με νόημα: «άμα δεν θες μην τα τρως, μπορείς κάλλιστα να μείνεις νηστικός σήμερα!». Και του έβαλε και λίγα ακόμη.

Το παραμύθι της εβδομάδας: Η φασολάδα … «της φιλίας»!

Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

Προχθές είχαν την ίδια συζήτηση. Αλλά για τα γιουβαρλάκια. «Σούπα καλοκαιριάτικα, πού ακούστηκε μαμά;» Πάντα κάποια αντίρρηση θα είχαν τα παιδιά, είτε ο Κίμωνας είτε η Χρυσάνθη. Στον έναν δεν άρεσε αυτό, στην άλλη εκείνο. Συνήθως η μαμά προσπαθούσε να ικανοποιήσει όλα τα γούστα της οικογένειας, αλλά αυτό δεν ήταν πάντα δυνατόν.

11111111111111

Κάποιος έμενε – έστω και λίγο – δυσαρεστημένος. Και προσπαθούσε πάντα να εξηγήσει στα παιδιά της πως πρέπει να έχουν μια ισορροπημένη διατροφή και πως αυτό ίσως να σημαίνει πως θα φάνε και κάτι που δεν θα τους αρέσει πολύ, θα τους κάνει όμως καλό. Με τον καιρό, ο Κίμωνας επιτέλους πρόσθεσε μερικά «πράσινα πράγματα» στο πιάτο του και η Χρυσάνθη αποδέχθηκε πως μια φορά την εβδομάδα τουλάχιστον θα έτρωγαν ψαράκια.

Αντιθέτως, κανείς δεν διαμαρτυρόταν αν στο τραπέζι εμφανιζόταν πίτσα, μακαρόνια, ψητό στο φούρνο με χρυσές πατατούλες. Κανείς! Τις περισσότερες φορές μάλιστα, ζητούσαν και δεύτερο πιάτο!

11111111111111

Στο σχολείο έπαιρναν και οι δύο ταπεράκι με το φαγητό τους για το μεσημέρι. Έμεναν στη φύλαξη ως αργά και έτρωγαν το μεσημεριανό τους εκεί, μαζί με τα υπόλοιπα παιδάκια που έμεναν κι αυτά. Ετοίμαζαν το τσαντάκι του φαγητού αμέσως μετά το πρωινό τους ή και παράλληλα με αυτό. Οπωσδήποτε είχαν φαγητό από την προηγούμενη μέρα και σαλάτα και ένα φρούτο. Για τα διαλείμματα φρούτο και ίσως μια μπάρα δημητριακών. Όλα αυτά μαζί δεν χωρούσαν στο τσαντάκι, κι έτσι παραχώνονταν σε όλες τις θήκες της τσάντας που ήταν εφικτό αυτό. Μια φορά η Χρυσούλα είχε πει «κουβαλάμε περισσότερα φαγώσιμα παρά βιβλία», γιατί τα μήλα είναι βαριά και ογκώδη και δεν στριμώχνονται εύκολα ανάμεσα στα βιβλία, αλλά η μαμά ήταν αμετάπειστη. Φαγητό-σαλάτα-φρούτα.

11111111111111

Ο Κίμωνας έβλεπε τα άλλα παιδιά, που κουβαλούσαν αυτό που η Χρυσάνθη αποκαλούσε «ξηρά τροφή», πατατάκια, γαριδάκια, κι άλλα τέτοια παρόμοια «-άκια», και πολύ θα ήθελε κι αυτός να μην έχει να φάει το μεσημέρι φασολάκια λαδερά ή μπάμιες ή μελιτζάνες. Αλλά, όπως έλεγε κι ο παππούς, «η πείνα μάτια δεν έχει» κι όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού συνήθως πεινούσε πολύ και τα λαδερά φασολάκια γλιστρούσαν με περισσότερη ευκολία στο στομάχι του!

Μία μέρα, που ο Κίμωνας με τη Χρυσάνθη, έτρωγαν με βουλιμία το μπιφτέκι τους, ο Αλέξανδρος, ένα από τα «δευτεράκια» καθόταν δίπλα τους και με την ίδια βουλιμία μασούσε μια φέτα ψωμί.... Σκέτη.

11111111111111

«Τι έχεις για φαγητό σήμερα;» ρώτησε η Χρυσάνθη. Ποιος ξέρει; Ίσως και του Αλέξανδρου να του είχαν φορτώσει τίποτε μπρόκολα με πουρέ και να προτιμούσε να μην τα φάει. Αλλά με την απάντησή του η μπουκιά της Χρυσάνθης σφήνωσε στο λαιμό της και δεν έλεγε να πάει παρακάτω.

«Ψωμί. Και χθες είχα ψωμί αλλά και μια ντομάτα. Σήμερα μόνο ψωμί». Κι ο Αλέξανδρος το είπε αυτό λες κι αυτό ήταν το νοστιμότερο φαγητό στον κόσμο, λες κι η φέτα του ψωμιού του ήταν πιο νόστιμη από μπριζόλα! Και συνέχισε να το απολαμβάνει. Η Χρυσάνθη κοκκίνισε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της μα βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει: «κι αύριο; Σαν τι φαΐ θα έχεις αύριο;» Δεν ήξερε τι την έσπρωξε να ρωτήσει.

«Δεν είναι σίγουρο. Μάλλον φασολάδα. Την κάνουμε συχνά και είναι πολύ θρεπτική όπως λέει η μαμά μου. Αλλά εμένα δε μου αρέσει καθόλου. Τι να γίνει όμως; Μάλλον δεν θα έχουμε τίποτε καλύτερο οπότε θα μας φανεί και πολύ νόστιμη». Ο μικρός Αλέξανδρος, το «δευτεράκι», μιλούσε με ενθουσιασμό.

11111111111111

Η Χρυσάνθη τον κοίταξε καλά – καλά. Ήταν ψηλός, αδύνατος και μελαχρινός. Δεν είχε μεγάλη μύτη. Δεν είχε στραβά πόδια. Δεν φαινόταν ιδιαίτερα έξυπνος μα μήτε και κουτό μπορούσες να τον πεις. Ήταν ένα κανονικό αγόρι. Με το τζην και το μπλουζάκι του. Σε τίποτε δεν θα τον ξεχώριζες από τα άλλα πιτσιρίκια – η Χρυσάνθη πηγαίνει στην έκτη κι όλα τα άλλα παιδιά της φαίνονται «μικρά», συμπεριλαμβανομένου και του αδελφού της. «Μου φαίνεται πως είναι πολύ φτωχή η οικογένειά του. Μα, πώς γίνεται; Αν δεν έβλεπα το μεσημεριανό του δε θα μπορούσα να το καταλάβω! Μιλά κανονικά, συμπεριφέρεται κανονικά και μάλιστα χαμογελάει κιόλας! Είναι δυνατόν; Να έχεις να φας μια φέτα ψωμί και να γελάς κι από πάνω; Και να ονειρεύεσαι μάλιστα την αυριανή φασολάδα; Υπάρχει ΕΝΑ παιδί στον πλανήτη αυτό που να του αρέσει η φασολάδα;»
Στο μεταξύ, ο Αλέξανδρος κόντευε να τελειώσει το ... «φαγητό» του και τίποτε δεν είχε καταλάβει από το εξεταστικό βλέμμα της Χρυσάνθης. Μιλούσε και αστειευόταν με τους άλλους γύρω του, κορόιδευε λιγάκι την δασκάλα της μουσικής – που ήταν λιγάκι φάλτσα είναι η αλήθεια αλλά έπαιζε καταπληκτικό αρμόνιο – έκανε δηλαδή ό,τι κάνει οποιοδήποτε άλλο παιδί.

11111111111111

Ο Κίμωνας όμως είχε καταλάβει τι σκεφτόταν η αδελφή του. Κυρίως επειδή την είδε να σταματά το δικό της γεύμα σκεφτική. Από το μπιφτέκι της είχε φάει δυο μπουκιές και την σαλάτα δεν την είχε αγγίξει καν. Ο Κίμωνας σχεδόν ντράπηκε που είχε καταβροχθίσει το περιεχόμενο του δικού του τάπερ.

«Δεν πεινάς;» τη ρώτησε.
Η Χρυσάνθη τον κοίταξε. Όσο ώριμος κι αν ήταν, δεν έπαυε να είναι κι αυτός ένα από τα «μικρά». Τι θα μπορούσε να του απαντήσει; Αλλά, επειδή ακριβώς δεν έλεγαν ποτέ μεταξύ τους ψέματα, αποφάσισε να του πει την αλήθεια, ακριβώς την ίδια στιγμή που ο Αλέξανδρος πήγε στο διπλανό τραπέζι να βοηθήσει έναν συμμαθητή του στα μαθηματικά που τα είχε βρει μπαστούνια. Χαμήλωσε τη φωνή της.

11111111111111

«Πώς γίνεται να πεινάω; Δεν είδες; Εμείς τρώμε το ωραίο μας μπιφτέκι κι ένα παιδί ακριβώς δίπλα μας τρώει σκέτο ψωμί! Κι είναι κι ευχαριστημένο που το έχει έστω κι αυτό!» Έριξε μια ματιά γύρω της να δει αν τους ακούει κανείς και συνέχισε : «Κι ούτε παραπονιέται, ούτε κλαίει, ούτε μούτρα κάνει».

«Πρέπει να είναι πολύ καλό παιδί ο Αλέξανδρος!», παρατήρησε ο Κίμωνας.
«Σσς.... Δεν θέλω να καταλάβουν ότι μιλάμε γι' αυτόν!»
«Νομίζεις ότι οι άλλοι δεν έχουν προσέξει τι έφαγε;»
«Δεν με ενδιαφέρει τι προσέχουν ή τι δεν προσέχουν οι άλλοι. Εγώ πάντως, δεν θέλω να τον κάνω να νιώσει άβολα. Αν έχει καταφέρει να χαίρεται με την προσδοκία της αυριανής φασολάδας, πάει να πει πως έχει μεγάλη καρδιά και είναι παλικάρι και δεν θέλει να στεναχωρήσει και τους δικούς του. Φαντάζεσαι τη στεναχώρια της μαμάς του κάθε φορά που του ετοιμάζει το ταπεράκι του για το σχολείο και δεν έχει τι να του βάλει μέσα; Η δική μας μαμά στεναχωριέται και είναι ικανή να σκάσει γιατί δεν μας αρέσουν τα υγιεινά φαγητά!»

11111111111111

«Και να φανταστείς πως εγώ χθες κόντεψα να πετάξω στο καλάθι το μπρόκολο! Και την Παρασκευή είχα μουτρώσει που η μαμά έκανε μελιτζάνες!» Τον Κίμωνα παρά λίγο να τον πάρει το παράπονο. Τι φοβερή αδικία είναι αυτή, να μην έχει ένα μικρό παιδί να φάει; Πόσο δύσκολο θα πρέπει να είναι να καταφέρνεις να κρατάς το χαμόγελό σου με αυτές τις συνθήκες;

«Χρυσάνθη» της είπε σχεδόν βουρκωμένος και με τα μάτια του χαμηλωμένα να κοιτάνε το παλιό μωσαϊκό της αίθουσας του σχολείου τους, «δεν υπάρχει τρόπος να τον βοηθήσουμε;»

«Εμείς;»

«Εμείς!»

11111111111111

Η Χρυσάνθη το σκέφτηκε. Ο «μικρός» τελικά ήταν πολύ πιο ώριμος από ότι πίστευε. «Δεν θέλω να τον φέρουμε σε δύσκολη θέση. Ξέρεις, καμιά φορά, πας να βοηθήσεις κάποιον και αν το κάνεις άκομψα, τον πικραίνεις. Δεν θα του άξιζε κάτι τέτοιο...» Φαινόταν πως το μυαλό της δούλευε να βρει κάποια λύση.

«Ναι, κατάλαβα. Αλλά πάντως, κάτι θα μπορούσαμε να κάνουμε! Να το πούμε στην κυρία;»

«Απαπα!» Η φωνή της ακούστηκε πολύ δυνατή από την τρομάρα της και μερικά κεφάλια γύρισαν για λίγο προς το μέρος τους. «Σε κανέναν δεν πρέπει να το πούμε! Και στον ίδιο θα πρέπει να το φέρουμε με ωραίο τρόπο!» Αλλά, ποιος ήταν αυτός ο τρόπος;

11111111111111

Ο Αλέξανδρος γύρισε στη θέση του για να μαζέψει τα πράγματά του. Και τότε η Χρυσάνθη είχε μια ιδέα.
«Αχ, Αλέξανδρε» τον ρώτησε, «μήπως έχεις μια φέτα ψωμί και για μένα; Με πονά το στομάχι μου και δεν γίνεται να φάω το φαγητό μου! Νομίζω πως λίγο ψωμάκι θα με έκανε να νιώσω καλύτερα!»

«Βεβαίως και έχω, να στη δώσω αν θέλεις!»
Τότε ήταν που ο Κίμωνας ευχήθηκε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Ο Αλέξανδρος, ένα παιδί σαν κι εκείνον, δεν αρνήθηκε να μοιραστεί τα λιγοστά του υπάρχοντα απλά και μόνο γιατί του το ζήτησε μία φίλη – και όχι και φίλη κολλητή! Οι μπάμιες, τα μπρόκολα και οι μελιτζάνες χορεύαν στο στομάχι του Κίμωνα και τραγουδούσαν κιόλας... Μα, η Χρυσάνθη, ατάραχη, συνέχισε:

11111111111111

«Και αν θες, Αλέξανδρε, πάρε εσύ να φας το μπιφτέκι μου - που μόνο μια άκρη του τσίμπησα – και την σαλάτα μου, για να μην τα γυρίσω στο σπίτι και καταλάβει η μαμά μου ότι δεν αισθανόμουν καλά και στεναχωρηθεί!» Είχε το πιο αθώο ύφος του κόσμου...

«Α, καλά, αλλά γιατί δεν το τρώει ο αδελφός σου;» ρώτησε ο Αλέξανδρος κάνοντας πάσα μια φέτα ψωμί.
«Εγώ έφαγα ήδη το δικό μου, πόσο να αντέξω πια; Αυτή η Χρυσάνθη θες να με σκάσει;» Αργότερα ο Κίμωνας θα απορούσε με τον εαυτό του που δεν έβαλε και τα κλάματα να γίνουν ρεζίλι.

Κι έτσι ο Αλέξανδρος στρώθηκε πολύ απλά στην θέση της Χρυσάνθης και αποτελείωσε το γεύμα της.
«Κι αύριο τι θα κάνουμε; Ποια δικαιολογία θα βρούμε; Και μεθαύριο; Δεν θα μας καταλάβει κάποτε;» Μαζί με τα ζαρζαβατικά που αντιπαθούσε, στήσανε χορό στο κεφάλι του και τα ερωτήματα. Αλλά αν έχεις μια μεγαλύτερη αδελφή σαν την Χρυσάνθη, που θέλει να γίνει μια μέρα ηθοποιός και φαίνεται έχει κάνει πολλές πρόβες κι έχει ήδη αποκτήσει το ανάλογο στυλ, αυτά είναι πράγματα που λύνονται εύκολα.
«Θα είμαστε ... δίκαιοι! Εγώ δεν θα πρέπει να παχύνω, αφού θα μου είναι στο μέλλον πολύ χρήσιμη μια ωραία σιλουέτα, και θα αφήνω το μισό μου φαγητό. Θα ζητήσω μάλιστα να φάω μερικές μπουκιές από το δικό του που θα μου φαίνεται πιο "διαιτητικό". Έτσι δεν θα φαίνεται σαν ελεημοσύνη η όλη υπόθεση».

11111111111111

«Μα.... Θα πεινάς!»
«Ε, και; Το πολύ – πολύ να τσιμπολογάω λίγο από το δικό σου καμιά φορά!»

Πράγματι, όλη η υπόλοιπη εβδομάδα κύλησε κάπως έτσι, και τα δύο αδέλφια φρόντιζαν, πότε με την μία πρόφαση πότε με την άλλη, να βρίσκονται πάντα στο ίδιο τραπέζι με τον μικρό Αλέξανδρο και να κάνουν "πάσες" ο ένας με το φαγητό του άλλου. Η Χρυσάνθη, για καλό και για κακό, είχε τα μάτια και τα αυτιά της ανοικτά, μην τύχει και ξεφύγει κάτι στον Κίμωνα – του στυλ "φάε εσύ που είσαι πιο αδύνατος" – που θα μπορούσε να τινάξει το σχέδιό τους στον αέρα.

Ώσπου έφτασε η Παρασκευή. Και την Παρασκευή, παρουσιάστηκαν δυο μεγάλα προβλήματα.
«Πρόβλημα νούμερο ένα» είπε ο Κίμωνας. «Το Σαββατοκύριακο άραγε θα έχει καλό φαγητό στο σπίτι ο Αλέξανδρος;». Κι αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσαν ούτε να το μάθουν, ούτε να το μαντέψουν. Κι όσο κι αν προσπάθησαν λύση δεν βρήκαν.

11111111111111

Το πρόβλημα "νούμερο δύο" το αντιμετώπισαν στο ίδιο τους το σπίτι. Γιατί η μαμά είχε κάνει φασολάδα.

«Έπιασε αυτό το κρυάκι», είπε, «και την επιθυμήσαμε με τον μπαμπά σας!» Στα δυο παιδιά δεν άρεσε η φασολάδα. Είτε άσπρη είτε κοκκινιστή, με σέλινο ή χωρίς σέλινο. Καθόλου. Αλλά αυτό από μόνο του δεν ήταν και μεγάλο κακό. Η μαμά τους έβαζε να φάνε μισό πιατάκι ο καθένας και τους έκανε κι ένα αυγουλάκι. Δεν ήθελε να τους πιέζει για να φάνε κάτι που δεν επιθυμούν αλλά στο σπίτι τους είχαν την αρχή πως "όλοι θα φάμε από όλα". Κι ο μπαμπάς έτρωγε τα ρεβίθια του χωρίς διαμαρτυρία, όπως ο Κίμωνας τις μπάμιες και η Χρυσάνθη τις μελιτζάνες.

Το θέμα στο "πρόβλημα νούμερο δύο" ήταν πως και ο Αλέξανδρος είχε φέρει στο σχολείο φασολάδα, για την οποία έκαναν ότι ξετρελάθηκαν και ήθελαν να την ανταλλάξουν με το δικό τους χθεσινό κοτόπουλο με πατάτες! Την ονόμασαν μάλιστα «φασολάδα της φιλίας», αφού την έφαγαν και οι τρεις μαζί με ένα κουτάλι, που πήγαινε "βόλτα" από τον έναν στον άλλον.
Η σιωπή τους ήταν πολύ μεγάλη. Ούτε καν θυμήθηκαν να ζητήσουν από τη μαμά να τους φτιάξει ένα αβγό. Κοίταζαν τα πιάτα τους σαν χαμένοι και επίσης σαν χαμένοι έφαγαν τις πρώτες κουταλιές. Η μαμά κι ο μπαμπάς κοιτάχτηκαν.
Ο Κίμωνας όμως, που ήταν και πεινασμένος πολύ, πήρε σε λίγο φόρα και κατέβαζε στα βιαστικά το φαγητό του, και είπε μάλιστα κάποια στιγμή «ωραία φασολάδα μαμά!»
«Πάντα έτσι την φτιάχνω παιδί μου!» του απάντησε λίγο έκπληκτη.

11111111111111

Η Χρυσάνθη δεν πρόλαβε να τον σκουντήσει. Ήταν σίγουρη ότι η επόμενη φράση του θα ήταν αυτή ακριβώς που θα αποκάλυπτε τα σχέδιά τους. Ευτυχώς, πρόλαβε η μαμά.
«Αλήθεια», τους ρώτησε, «πώς είναι δυνατόν σήμερα να μην διαμαρτυρηθείτε καθόλου για το φαγητό; Άλλες φορές, ειδικά για την φασολάδα, θα βάζατε φωνές, τσιρίδες και κλάματα!»

«Εδώ που τα λέμε», συμπλήρωσε ο μπαμπάς, «είναι πολλές μέρες που δεν έχουμε ακούσει ούτε μια αντίρρηση, ούτε ένα παράπονο. Πώς έγινε τέτοιο θαύμα;»
«Καθόλου θαύμα μπαμπά! Απλώς είμαστε ευχαριστημένοι που έχουμε φαγητό να φάμε, τόσο καλομαγειρεμένο αφού η μαμά είναι καταπληκτική και το τραπέζι μας είναι πάντα γεμάτο»
Οι γονείς τους κοιτάχτηκαν – πάλι. Και η μαμά είπε : «Τι κάνατε; Ποια ζημιά; Για να λέτε τόσα καλά λόγια για μια φασολάδα, που φάγατε αυτή την εβδομάδα και μπάμιες αδιαμαρτύρητα, δεν μπορεί, ΚΑΤΙ έχετε κάνει!»

11111111111111

«Ω, μαμά, είναι απλό, σκεφτήκαμε πως δεν είναι σωστό να τρώμε ορισμένα φαγητά κι άλλα να μην θέλουμε να τα δούμε γιατί .... Γιατί ....» Ο Κίμωνας είχε πάρει φόρα και μόλις εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως ήταν ένα βήμα από το να αποκαλύψει το μυστικό τους. Κι έσκυψε το κεφάλι του, ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί.

Με τη μαμά, τη Χρυσάνθη και τον μπαμπά όμως να σε κοιτάνε κατάματα, δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα εύκολα. Έτσι ο Κίμωνας τους τα είπε όλα – με την βοήθεια της Χρυσάνθης φυσικά, που ένιωσε να της φεύγει από πάνω της ένα βάρος πολύ μεγάλο, γιατί πράγματι είναι πολύ μεγάλο βάρος να κάνεις κάτι κρυφά από τους γονείς σου.
«Και δηλαδή δεν τρώγατε το φαγητό που σας έδινα τόσες μέρες;»
«Το μοιραζόμαστε μαμά, ΤΟ ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ! Εσύ πάντα μας βάζεις μπόλικο, ο Αλέξανδρος πάντα έχει λίγο και μερικές φορές καθόλου. Το μοιραζόμαστε λοιπόν μαζί του, και το δικό μας και το δικό του» Η Χρυσάνθη βιάστηκε να βάλει τα πράγματα στην σειρά.
«Ε, τότε, θα σας δίνω άλλη μία μερίδα μαζί της κάθε μέρα».

11111111111111

«Όχι!» φώναξαν μαζί τα παιδιά και ο μπαμπάς, που τόση ώρα δεν είχε πει μια κουβέντα.
«Έλλη, αν το κάνεις αυτό θα θίξεις το παιδί, δεν το καταλαβαίνεις;» είπε στη μαμά και η μαμά σα να ντράπηκε.
«Τι θα μπορούσαμε λοιπόν να κάνουμε;»

«Τίποτε διαφορετικό από ότι κάνουν μέχρι τώρα τα παιδιά. Είναι η καλύτερη λύση». Η Χρυσάνθη κοίταξε τον Κίμωνα με περηφάνεια. «Είναι κάτι σαν παιχνίδι. Ένας τρόπος να δένει η παρέα. Μια πλάκα. Αν κάνουμε κάτι διαφορετικό θα τον στεναχωρήσουμε κι αυτό δεν επιτρέπεται. Το να δίνεις πρέπει να γίνεται με τέτοιον τρόπο που να μην φέρνει σε δύσκολη θέση κανέναν!». Ο μπαμπάς τους φώναξε στην αγκαλιά του και τα δυο παιδιά χώθηκαν εκεί, νιώθοντας πολύ μεγάλη ανακούφιση που όλα μπορούσαν να ρυθμιστούν με τον καλύτερο τρόπο. «Μόνο να θυμάσαι Έλλη μου να παραγεμίζεις τα ταπεράκια ώστε να χορταίνουν και τα δικά μας παιδιά!».

11111111111111

«Ξέρεις μαμά», είπε ο Κίμωνας, «ξέρω πως είμαστε πολύ τυχερά παιδιά. Μερικά άλλα δεν είναι. Θα βοηθήσουμε όσο μπορούμε. Αλλά, σε παρακαλώ πολύ, ας μη μαγειρεύεις πολύ τακτικά φασολάδα, αφού ούτως ή άλλως εμείς θα τρώμε αυτή που φτιάχνει η μαμά του Αλέξανδρου!»

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved