Το παραμύθι της εβδομάδας: «Αντηλιακό; Μπλιαχ...»!

Τι υπέροχο πράγμα είναι να βρίσκεσαι στην παραλία, με τα παιχνίδια σου, τα κουβαδάκια σου, το μαγιό σου! Τι καταπληκτικό που είναι να σε δροσίζει η θάλασσα και να κολυμπάς, να κάνεις βουτιές, να παίζεις «ψαράκι» με την παρέα σου και να πιτσιλάς τους πάντες γύρω σου!

                                                                           Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

Το παραμύθι της εβδομάδας: «Αντηλιακό; Μπλιαχ...»!

Για τον Δημήτρη αυτό ήταν ευτυχία. Μετά από μια ολόκληρη σχολική χρονιά που είχε ατελείωτη μελέτη κι ένα σωρό εξω-σχολικές δραστηριότητες που μερικές φορές τον έκαναν να σέρνεται από την κούραση, τούτη δω η ελευθερία που συνδυάζεται με το κολύμπι, τον καθαρό αέρα και τον ήλιο, ήταν ΕΥΤΥΧΙΑ. Με όλα τα γράμματα της λέξης κεφαλαία.

Οι βασανιστικές ώρες της ακινησίας σε ένα θρανίο είχαν δώσει την θέση τους στο αδιάκοπο τρεχαλητό στην αμμουδιά. Το κλείσιμο στην τάξη είχε αντικατασταθεί από το αδιάλειπτο παίξιμο ρακέτας – εμ, τι να κάνουμε, του χρειαζόταν λίγη προπόνηση του Δημήτρη σε αυτό το σπορ! Και η αντιπαθητική μελέτη τώρα έγινε απολαυστική ανάγνωση βιβλίων στην ξαπλώστρα!

«Αν αυτό δεν είναι ευτυχία, τότε τι είναι;» σκεφτόταν την ώρα που έχτιζε τον πύργο του κάστρου του στην άμμο. Κολλούσε βότσαλα ένα γύρω στη βάση του για να γίνει πιο σταθερός. Ο μπαμπάς του είχε ζωγραφίσει μια μικρή σημαία και την είχε κολλήσει σε μια οδοντογλυφίδα, για να μπορέσει ο Δημήτρης να την στερεώσει στο ψηλότερο σημείο του πύργου. Τα στρατιωτάκια του και οι πειρατές του είχαν βγει από το κουτί τους και περίμεναν για την μεγαλύτερη μάχη του αιώνα!

Αμέ! Ο Δημήτρης ήταν μάστορας πρώτης τάξης, όπως τον έλεγε ο μπαμπάς του, και είχε φτιάξει ένα μεγάλο κάστρο, που μέχρι και τάφρο είχε γύρω του με νερό, στην οποία ήδη αρμένιζε ένα καραβάκι – για να μπορέσουν από εκεί να ορμήσουν οι πειρατές!
Σε όλη του την ευδαιμονία, η φωνή της μαμάς τον έκανε να πεταχτεί. Σχεδόν είχε ξεχάσει πως δεν ήταν μόνος στην παραλία – τόσο ωραία έπαιζε! «Δημήηηητρη! Έλα να βάλεις αντηλιακό!» Την άκουσε όλη η παραλία.

«Ρεζίλι με κάνει!» μουρμούρισε ο Δημήτρης μέσα από τα δόντια του αλλά δεν ξε-κουνήθηκε.
«Έλα παιδί μου σου λέω! Θα σε κάψει ο ήλιος!» Επιμονή που την έχουν οι μαμάδες! Να μπορούσε ο Δημήτρης θα της έλεγε να τον αφήσει ήσυχο, αλλά οι καλοί του τρόποι δεν το επιτρέπουν αυτό. Και, ξέρει πολύ καλά, πως ΔΕΝ θα τον αφήσει ήσυχο.
«Έβαλα πριν λίγη ώρα, μαμά!» της απάντησε μουτρωμένα.
«Ναι, αλλά τώρα η μέρα έχει προχωρήσει και ο ήλιος είναι ψηλά, πρέπει να ξαναβάλεις!»
«Δεν θέλω σου λέω!»
«Δημήτρη!». Η μαμά ήρθε κοντά του, με το αντηλιακό στο χέρι φυσικά, και χωρίς να του δώσει ευκαιρία να αντισταθεί, του έβαλε παντού. Παντού!
«Με κάνει άσπρο σα να είμαι αλευράς, είναι γλιστερό κι έχει μια γλυκιά μυρωδιά, που θυμίζει μπακλαβά! Δεν μου αρέσει σου λέω!»

Λέγοντας αυτά προσπαθούσε να της ξεφύγει – μάταιος κόπος. Η μαμά ήταν αποφασισμένη.
«Για το καλό σου είναι παιδί μου! Ο ήλιος προξενεί εγκαύματα, που μερικές φορές είναι εξαιρετικά δυσάρεστα! Γιατί να κοκκινίσεις και να τσούζεις; Δεν θες να ευχαριστηθείς τις διακοπές σου;»

«Μαμά μοιάζω τελικώς με τούρτα! Καλά, πόσο μου έβαλες;» Ο Δημήτρης τριβόταν με μανία μπας και καταφέρει να απορροφηθεί το αντηλιακό πιο γρήγορα – κι αυτός μάταιος κόπος ήταν. Η μαμά του αγόραζε το αντηλιακό με τον μεγαλύτερο δείκτη προστασίας, που να είναι και αδιάβροχο και που να μένει πάνω στο σώμα του όση περισσότερη ώρα είναι δυνατόν.
«Και κολλάει η άμμος παντού!» ήταν η τελευταία διαμαρτυρία του. Αμετάπειστη η μαμά. Και στο πρόσωπο του έβαλε. Να μπορούσε θα του έβαζε και κάτω από τις μασχάλες! Και, για να γίνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα, του φόρεσε κι ένα πράσινο καπέλο, που ποιος ξέρει από ποιο μεγαλύτερο ξάδελφο το οικονόμησε, για να μην πάθει λέει ηλίαση!

«Εντάξει, τώρα είμαι σαν τούρτα που έχει από πάνω ένα βάτραχο!» Ο Δημήτρης ήταν περίλυπος. Προσπαθώντας να αποφύγει το αντηλιακό, πάτησε στην τάφρο και χάλασε τη μισή. Θα την ξανάφτιαχνε.
Μετά από λίγη ώρα, ήρθαν και ο Κοσμάς με το Νίκο, γείτονες και φίλοι του. Η μαμά τους ήταν φιλενάδα της δικιάς του, κι αφού πασάλειψε κι εκείνη τους γιούς της με μια γερή δόση αντηλιακό, σωριάστηκε στην ξαπλώστρα με κουρασμένο ύφος, κι άρχισαν να λένε τα δικά τους με τη μαμά του.

Πλατς, πλουτς και ξανά πλατς και λίγο ακόμη να φτιάξουμε το κάστρο, και άντε να κάνουμε και καμιά βουτιά, και μετά να βάλουμε κι ένα πύργο απάνω από τον προηγούμενο, και πάλι βουτιά και διαγωνισμός στις απλωτές. Του Κοσμά και του Νίκου η ευτυχία ήταν ολόιδια με του Δημήτρη.

«Βάλτε λίγο αντηλιακό ακόμη!», φώναξε κάποια στιγμή η μαμά, αλλά ο Δημήτρης με τους φίλους του πέσανε με φόρα στη θάλασσα για να της ξεφύγουν. «Και μην βγάζετε τα καπέλα! Ακούτε;» Αλλά, κάτι οι βουτιές, κάτι το κυνηγητό, λιγουλάκι κι ο αέρας, τα καπέλα κάνανε φτερά από τα κεφάλια των παιδιών. Και το αντηλιακό έμεινε στην τσάντα της μαμάς. Η οποία μαμά, όταν κατάλαβε πόση ώρα είχαν περάσει τα πιτσιρίκια κάτω από τον καυτό ήλιο έχοντας παρακούσει τις οδηγίες της, πήρε το Δημήτρη άρον – άρον, χαιρέτισε την παρέα και πήγαν σπίτι τους σε μια μουτρωμένη σιωπή, σαν είδος τιμωρίας.

Τα στρατιωτάκια και οι πειρατές δεν ξανα-μπήκαν στο κουτί τους. Όχι! Αύριο θα τα έπαιρνε πάλι μαζί του. Δεν είχε προλάβει να κάνει εκείνη την φοβερή επίθεση στο κάστρο! Αλλά σύντομα ο Δημήτρης ξέχασε το θυμό του, που δεν έμεινε περισσότερη ώρα στην παραλία και τον πήρε ο ύπνος να ονειρεύεται τι θα έκανε με τους πειρατές του και το καράβι τους, που θα πάλευε με τα μανιασμένα κύματα.....
«Μαμά», είπε το απόγευμα που ξύπνησε, «δεν έβαλες μαλακτικό στα σεντόνια; Μου έγδαραν την πλάτη!»
«Μμμμμ...»
«Και η μπλούζα αυτή, όπου με ακουμπάει με πονάει. Δεν έχουμε καμία χωρίς μανίκια;»
«Ούτε η μπλούζα φταίει, ούτε το σεντόνι» είπε η μαμά. «Σε τσουρούφλισε ο ήλιος! Να τι φταίει! Και να πω ότι δεν σου τα έλεγα αγόρι μου; Αααχχ... ας άκουγες και τη μανούλα καμιά φορά!»

Αποκλείεται! Τι λέει η μαμά; Μετά από εκατό κιλά αντηλιακό που τον πασάλειψε; Και με το απαίσιο εκείνο καπέλο στο κεφάλι; Α-πο-κλεί-ε-ται. Αλλά, αφού κι η άλλη μπλούζα πάλι τον ενοχλούσε, και κάπως τον έτσουζε και η πλάτη, ο Δημήτρης, με σκυμμένο κεφάλι, αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια της μαμάς.
«Αχ! Τι ξεροκέφαλα που είστε καμιά φορά τα παιδιά!» έκανε η μαμά, καθώς τον έγδυνε κι επιθεωρούσε με ύφος μεγάλου στρατηγού το χάλι του. «Έχεις κοκκινίσει αρκετά, το ξέρεις; Μάλλον το ξέρεις...» Δεν περίμενε απάντηση φυσικά σε αυτό. «Και τα χέρια και οι ώμοι σου είναι λίγο χειρότερα»
«Και τι κάνουμε τώρα μαμά;»
Η μαμά έπιασε το μέτωπό του αλλά του έβαλε και θερμόμετρο. «Αν είχες και πυρετό, θα είχες πάθει ηλίαση! Που είναι πολύ βασανιστικό πράγμα νεαρέ μου!» Ξεφύσησε ανακουφισμένη. «Αλλά έχεις πάθει εγκαύματα».
Εγκαύματα; Μα αυτός δεν έπαιζε με τη φωτιά, με την άμμο έπαιζε! Τι λέει τώρα η μαμά; Τα μάτια του είχαν μεγαλώσει με απορία.

«Βεβαίως! Ο ήλιος, όσο καλός φίλος κι αν είναι, άλλο τόσο μπορεί να γίνει και κακός, άμα δεν λάβουμε τα μέτρα μας! Και ξέρεις ποια είναι αυτά τα μέτρα;» Λίγο, λιγάκι, πάντως αρκετά, είχε υψωθεί ο τόνος της φωνής της μαμάς. Κι ο Δημήτρης αναγκάστηκε να παραδεχτεί: «το αντηλιακό μαμά».

«Κι όχι μόνο! Να βάλεις μια φορά αντηλιακό και να κάθεσαι με τις ώρες στην παραλία, δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται να το ανανεώνεις συχνά, να βουτάς στο νερό τακτικότερα, να φοράς καπέλο και γυαλιά, να παίζεις στη σκιά και φυσικά ποτέ να μην μένεις στην παραλία το καταμεσήμερο, που ο ήλιος είναι πιο δυνατός!»

Εγκυκλοπαίδεια θα έγραφε η μαμά με τις συμβουλές της, αλλά ο Δημήτρης δεν την άφησε.
«Και τώρα τι κάνουμε;». «Τώρα ... τώρα θα βάλουμε πολλές ενυδατικές κρέμες...», τον κοίταξε λοξά, «είτε σου αρέσει η μυρωδιά τους είτε όχι, θα πίνεις πολλούς χυμούς και ακόμη περισσότερο νερό...», πήρε μια ανάσα και του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα: «και αύριο δεν έχει θάλασσα!».

Πολύ θα ήθελε ο Δημήτρης να γύριζε το χρόνο πίσω και να πασαλειβόταν με τόνους αντηλιακού. Να μην πάει στην θάλασσα μια μέρα; Ολόκληρη; Αν το ήξερε πως εκεί θα κατέληγε – εκτός από το τσούξιμο που γινόταν ολοένα και πιο ενοχλητικό- και αντηλιακό θα έβαζε και καπέλο και στη σκιά θα καθόταν και τις πυτζάμες του ακόμη θα φόραγε από πάνω!
Κι επειδή η μαμά είχε στεναχωρηθεί με την κατάντια του, κι άμα στεναχωριέται η μαμά μετά συγχύζεται και όταν συγχύζεται δίνει περισσότερες ακόμη συμβουλές, ο Δημήτρης κάθισε αδιαμαρτύρητα όλο το απόγευμα να του βάζει την μια κρέμα με αλόη μετά την άλλη. Μέχρι και γιαούρτι τον άλειψε στους ώμους, που το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο! «Αμάν βρε μαμά με τα γιατροσόφια σου!» Δεν κρατήθηκε. Αλλά μετάνιωσε που το είπε. Γιατί δεν πρόλαβε να το πει κι ένιωθε τη δροσιά του γιαουρτιού ευεργετική πάνω στο καμένο του δέρμα.

Αλλά το βραδάκι, όφειλε να παραδεχτεί πως όλα τα γιατροσόφια της μαμάς είχαν πιάσει τόπο. Το δέρμα του δεν τον έκαιγε, ίσα – ίσα που ήταν δροσερό, και η κοκκινίλα είχε κατά πολύ υποχωρήσει. Πυρετό δεν είχε κάνει, κάτι που έκανε τη μαμά σχεδόν ευτυχισμένη. Οπότε τόλμησε να ρωτήσει «τώρα που είμαι καλύτερα, θα πάμε αύριο στη θάλασσα; Σου υπόσχομαι ότι θα βάζω αντηλιακό συνέχεια!»
«Φυσικά και θα πάμε!» απάντησε η μαμά από την κουζίνα. «Μόνο που θα πάμε το απόγευμα, αργά, να μην έχει ήλιο σχεδόν καθόλου! Κι αυτό θα κάνουμε και τις επόμενες δυο-τρεις μέρες, μέχρι να γίνεις τελείως καλά!»

Ο Δημήτρης πολύ θα ήθελε να βάλει τις φωνές. Ή τα κλάματα. Ή και τα δυο μαζί. Αλλά η μαμά είχε δίκιο. Και το ήξερε. Τι να κάνει; Από το να χάσει τελείως το μπάνιο του και να μείνει κλεισμένος στο σπίτι μεσοκαλόκαιρα, κάτι ήταν κι αυτό.
«Πάντως αντηλιακό εγώ θα βάλω, για καλό και για κακό και ας κοντεύει να νυχτώσει» της είπε για να την καλοπιάσει, αλλά δεν μπορούσε να τη δει που είχε σκάσει στα γέλια. «Ίσως είναι και για καλό του που έτσουξε λιγάκι!», έλεγε η μαμά αργότερα στη φιλενάδα της τηλεφωνικώς. «Αφού δεν έπαθε τίποτε χειρότερο, έμαθε τουλάχιστον πως θα πρέπει να είναι προσεκτικός με τον ήλιο για να μπορεί να τον απολαμβάνει!»

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved