Το παραμύθι της εβδομάδας: Το κερί της συντροφιάς

Εκδρομή. Λέξη μαγική. Από μόνη της κεφάτη, γεμάτη περιπέτεια και χαρά. Όλο το σχολείο μαζί. Μεγάλο μπέρδεμα: γονείς, παιδιά, δάσκαλοι, λεωφορεία, ποιος θα καθίσει πού και με ποιον. Τσάντες και σακίδια. Νερά, χυμοί, κρακεράκια, σπιτικά σάντουιτς, φρούτα. Για το πήγαινε – έλα. Καταμέτρηση – τρεις φορές – μην τύχει και ξεχάσαμε κάποιον.

Το παραμύθι της εβδομάδας: Το κερί της συντροφιάς

Aπό την Πέγκυ Παπαδοπούλου

Η Λήδα νιώθει πως θα βάλει τις φωνές. Περίμενε τόσο πολύ αυτή την εκδρομή, που της φαίνεται αβάσταχτο να πρέπει να τα υπομένει όλα αυτά μέχρι να ξεκινήσουν. Της έρχεται να σηκωθεί όρθια μέσα στο πούλμαν και να πει σε όλους να καθίσουν τέλος πάντων κάτω, να δέσουν τις ζώνες τους και να κάνουν ησυχία, για να μπορέσει και ο οδηγός να κάνει τη δουλειά του. Με το ζόρι πείθει τη μαμά της να καθίσει με τον μπαμπά σε άλλη θέση για να έχει κοντά της τη Μυρτώ και να μπορούν σε όλο το δρόμο να συζητάνε ό,τι αυτές θέλουν.
Πολύ λίγο ένοιαζε τη Λήδα το "πρόγραμμα" της εκδρομής.

1

Ξέρει ότι θα επισκεφτούν έναν αρχαιολογικό χώρο, ένα μουσείο, θα παίξουν στην εξοχή, θα φάνε και θα επιστρέψουν. Δεν έχει ανάγκη να ξέρει κάτι άλλο. Θέλει να ανακαλύψει τη μαγεία μόνη της! Σχεδόν κανένα παιδί δεν έδωσε σημασία στις λεπτομέρειες – εκτός από τον Φώτη, που περιμένει με λαχτάρα να πάει στο μουσείο. Μα, καλά, από όλα τα θαυμάσια πράγματα που μπορεί να κάνει κάποιος σε μια εκδρομή, αυτός στο μουσείο κόλλησε; Αλλά, ο Φώτης, ήταν πάντα λιγουλάκι παράξενος. Μελετούσε τα σκαθάρια, έψαχνε να βρει πυγολαμπίδες, εξέταζε το πέταγμα των μελισσών. Έβρισκε πάντα κάτι να κάνει εκεί όπου τα άλλα παιδιά μετρούσαν την βαρεμάρα τους με ... "τελίτσες". Κι επιτέλους, κάποια στιγμή, τα πούλμαν ξεκίνησαν. Το ένα πίσω από το άλλο, σαν ένα τεράστιο τρενάκι, άρχισαν να ξετυλίγουν τα χιλιόμετρα της διαδρομής.

1

«Να βάλουμε μουσική!» φωνάζανε όλα μαζί τα πιτσιρίκια. Αλλά φυσικά, το καθένα ήθελε ν' ακούσει και διαφορετικό τραγούδι. Μάταια ένας από τους μπαμπάδες προσπαθούσε να βρει ραδιοφωνικό σταθμό που θα ικανοποιούσε όλα τα γούστα μαζί, θέλοντας να βοηθήσει τον οδηγό. «Να παίξουμε παιχνίδια!», φωνάξανε πάλι μετά από λίγο. «Δεν είναι εύκολο αυτό», είπε η δασκάλα τους – όταν κατάφερε να ακουστεί πάνω από όλες τις φωνές. «Για την ασφάλεια την δική σας αλλά και όλων μας, θα πρέπει να παραμείνετε στις θέσεις σας! Και καλό θα είναι να συζητάτε ή να παίζετε ο καθένας με το διπλανό του, για ν' αποφύγουμε ατυχήματα!»

Απογοήτευση. «Και πώς θα περάσει τόση ώρα μέχρι να φτάσουμε;» Μασουλώντας. Η πρώτη μαμά που είχε την φαεινή ιδέα, το πέρασε και σε όλες τις άλλες και σε λίγο τα κεράσματα δίναν και παίρναν. Με μερικά ανέκδοτα και αρκετό μασούλημα, επιτέλους έφτασαν στον αρχαιολογικό χώρο. Τα παιδιά ξεχύθηκαν μα φόρα από τα πούλμαν. Τόση ώρα διαδρομή τους είχε φανεί σχεδόν σαν τιμωρία! Και πήγαν τρέχοντας όπου μπορούσαν να φτάσουν τα πόδια τους. Τι κι αν οι δασκάλες φώναζαν να συγκεντρωθούν για να ξεκινήσει η ξενάγηση; Μόνο οι γονείς πήγαιναν κατά κει. Κακά τα ψέματα. Στα πιτσιρίκια όλα τα πράγματα φαίνονται "παιχνίδι". Κι όταν ο ήλιος είναι λαμπερός, όταν τα πουλιά πετούν χαρούμενα γύρω τους, και ένα σωρό λουλούδια μπλέκονται στα πόδια τους .... Ε, τότε σιγά μην πάνε να ... «κάνουν μάθημα!».

1

«Δε γινόταν δηλαδή να κανονίσουν οι μεγάλοι μια εκδρομή μόνο για παιχνίδι; Μέχρι κι εδώ, στην εξοχή, μάθημα θα κάνουμε;» Η Λήδα ήταν ... απελπισμένη. «Κοίτα πόσο όμορφα είναι τα κρινάκια! Τι υπέροχο ροζ χρώμα που έχουν αυτά τα άλλα λουλούδια που δεν ξέρω και το όνομά τους! Και τα πουλάκια ... τόσα πολλά και τόσο χαρούμενα! Κι εγώ, αντί να απολαμβάνω όλα αυτά, πρέπει να αντέξω δύο ώρες "μάθημα"! Για αρχαίους και τα σπίτια τους και τη ζωή τους και τους πολέμους τους! Αν είναι δυνατόν!» Αυτά έλεγε απελπισμένη η Λήδα στη Μυρτώ και μαζί προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να .... γλιτώσουν από δύο βαρετές ώρες. Δεν ήταν εύκολο όμως, κι έτσι, αναγκαστικά, ακολούθησαν τους υπόλοιπους στην εξερεύνηση του αρχαιολογικού χώρου. Η μαμά έριχνε κάτι "φαρμακερές" ματιές στη Λήδα, που αν ήταν άλλο παιδί, θα είχε σκύψει το κεφάλι και θα έκανε ότι ενδιαφερόταν για την ξενάγηση και μάλιστα πολύ. Η Λήδα όμως .... περιορίστηκε στο να κάνει πως θαυμάζει πραγματικά τα χαλάσματα που απλώνονταν μπροστά στα πόδια της και να μετρά – από μέσα της – τα λεπτά που δεν έλεγαν να περάσουν!

1

Όμως το μουσείο ήταν ... ήταν ... κάτι εντελώς διαφορετικό. Εκεί δεν υπήρχαν "χαλάσματα", ούτε μισο-γκρεμισμένα κτίρια που δεν καταλάβαινε πώς οι άλλοι άνθρωποι αναγνώριζαν σε αυτά ένα παλάτι ή ένα σπίτι ή μια αποθήκη. Το μουσείο ήταν γεμάτο από θαυμαστά πράγματα. Πήλινα δοχεία που εκεί μέσα έβαζαν λάδι και μέλι και νερό. Μικρά πιάτα και διάφορα σκεύη που με αυτά έφτιαχναν το φαγητό τους άνθρωποι που είχαν ζήσει τόσα πολλά χρόνια πριν την δική μας εποχή, που η Λήδα δεν μπορούσε πια να τα μετρήσει. Κι εκεί που η Λήδα με τη Μυρτώ κυριολεκτικά έχασαν το μυαλό τους, ήταν μια γυάλινη προθήκη γεμάτη κοσμήματα! Ένα φανταστικό περιδέραιο κρεμόταν αστραφτερά χρυσαφένιο και δίπλα του κάτι σκουλαρίκια που θα τα ζήλευε ακόμη κι η πριγκίπισσα των παραμυθιών.


«Ενώτια» γράφει εδώ, είπε η Μυρτώ και δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από τα σκουλαρίκια. Δεν χρειαζόταν ούτε ξεναγός ούτε μεταφραστής για να καταλάβει πως ενώτια είναι τα σκουλαρίκια. Και σχεδόν κόλλησε τη μύτη της στο τζάμι για να τα βλέπει όσο καλύτερα γινόταν. «Φαντάσου, τόσο παλιά, μπορούσαν να φτιάξουν τόσο όμορφα πράγματα!» είπε στην Λήδα γεμάτη θαυμασμό.
Λίγο αργότερα, ήταν ελεύθεροι όλοι να ξεχυθούν από το δροσερό μουσείο στη γύρω εξοχή. Αυτή τη φορά μέχρι και οι μεγάλοι φάνηκαν να ενθουσιάζονται. Μετά από τις δύο ώρες στο πούλμαν και το σύντομο ταξίδι στην ιστορία, ήταν όλοι ανυπόμονοι να νιώσουν την ελευθερία που προσφέρει μόνο ο καθαρός αέρας της εξοχής και ο χαδιάρης ήλιος της Ελλάδας.

1


Έτσι λοιπόν, παιδιά μάζευαν λουλούδια, μαμάδες έφτιαχναν στεφανάκια για τα μαλλάκια των μικρών, μπαμπάδες στήσανε ψιλοκούβεντο με ένα σωρό καλαμπούρια, κι ολοένα απλώνονταν στα γύρω χωράφια. Κάθε δέντρο που έριχνε τη σκιά του, βρέθηκε να φιλοξενεί οικογένειες με παιδιά και δασκάλους και φίλους. Σε λίγη ώρα φωνές και τραγούδια ακούγονταν από παντού – ανάμεσα φυσικά στα τρεχαλητά των παιδιών που θαρρείς κι είχαν βγάλει φτερά στα πόδια τους και δεν μπορούσαν να σταθούν μήτε ένα λεπτό σε ησυχία!
Κάπως έτσι, εξερευνώντας ένα μικρό λοφάκι φυτεμένο με αιωνόβιες ελιές, η Λήδα, η Μυρτώ και ο Φώτης, βρέθηκαν μπροστά σε ένα μικρό, κάτασπρο ξωκλήσι. Η Λήδα το ξετρύπωσε πρώτη μια και προχωρούσε μπροστά, ενώ ο Φώτης δεν θα το έβλεπε ακόμη κι αν έπεφτε πάνω στον ένα τοίχο του, όχι γιατί φορούσε γυαλιά αλλά γιατί ήταν απασχολημένος να κοιτά κάθε είδους έντομο και ζουζούνι με τον μεγεθυντικό του φακό.
«Κοίτα, είναι παραμυθένιο!», είπε η Λήδα.

1


«Μικρό, λευκό και πνιγμένο στα λουλούδια», συμπλήρωσε η Μυρτώ
«Πρέπει να είναι πάνω από εκατό χρονών, καλοδιατηρημένο όμως καθώς φαίνεται κάποιος να φροντίζει για το ασβέστωμα των τοίχων και της μάντρας της αυλής». Αυτός ήταν ο Φώτης. Που πάντα έβλεπε όσα οι άλλοι άνθρωποι δεν προλάβαιναν να δουν.
Τα παιδιά γύρισαν το παλιό κλειδί στην κλειδαριά. Παιδεύτηκαν αρκετά είναι η αλήθεια γιατί το κλειδί ήταν και στραβό και σκουριασμένο λίγο, αλλά ο Φώτης είχε τη φαεινή ιδέα να το πασαλείψουν με λίγο από το αντικουνουπικό του για να γλιστρήσει λίγο πιο εύκολα – κι είχε δίκιο.
Μόλις άνοιξαν την πόρτα, μια ευχάριστη δροσιά τους τύλιξε μετά την ζέστη και τον ήλιο τους έλουζε κατακέφαλα όση ώρα περπατούσαν. Το μικρό εκκλησάκι ήταν πεντακάθαρο και μοσχομύριζε λιβάνι. Τα λιγοστά του πράγματα, ήταν απόλυτα τακτοποιημένα. Μερικές εικόνες κρέμονταν στους τοίχους, αλλά ήταν τόσο παλιές που τα πιτσιρίκια δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν σε ποιον άγιο αναφέρονταν. Ο μεγεθυντικός φακός του Φώτη βοήθησε όσο γινόταν.
«Άγιος Θεράπων, Άγιος Νικόλαος, Αγία Παρασκευή ...» διάβαζε δυνατά ο Φώτης «αυτό εδώ δεν το καταλαβαίνω, τα γράμματα είναι λίγο διαφορετικά...».

1


«Δεν πειράζει, Φώτη» είπε η Λήδα κι έκανε το σταυρό της με ευλάβεια. «Όποιος Άγιος κι αν είναι είμαι σίγουρη πως είναι πολύ ευχαριστημένος που μπήκαμε εδώ να προσκυνήσουμε!»
«Να ανάψουμε ένα κεράκι!»
«Να ανάψει ο καθένας το δικό του!»
«Εντάξει, αλλά πρέπει να βρούμε τα σπίρτα. Τα είδε κανείς;»
Τα παιδιά έψαξαν στο παγκάρι. Η Μυρτώ είχε λίγα χρήματα στην τσέπη της και τα έριξε στη σχισμή για τα κέρματα. Πήραν ο καθένας το κερί του. «Τι να τα κάνουμε τα σπίρτα; Δε βλέπεις πως καίει το καντηλάκι που κρέμεται μπροστά στην Ωραία Πύλη;» είπε η Λήδα. «Για βοήθησέ με λίγο ν' ανέβω στην καρέκλα να το φτάσω. Θέλω να δω αν έχει αρκετό λαδάκι για να μη σβήσει. Θα ανάψω το πρώτο κερί και μετά ανάβουμε και τα υπόλοιπα!»
Ο Φώτης που δεν περίμενε τέτοια εξυπνάδα από ένα κορίτσι, έτρεξε να την βοηθήσει. Στο μεταξύ η Μυρτώ είχε μαζέψει από έξω ένα σωρό αγριολούλουδα και στόλιζε με μικρά μπουκετάκια τις εικόνες – όσες έφτανε δηλαδή.
Λίγο μετά, τρία κεράκια έκαιγαν δίπλα-δίπλα στο μικρό μανουάλι. Το ένα και μοναδικό καντήλι είχε μπόλικο λαδάκι και τα λουλούδια έδωσαν έναν τόνο λίγο χαρούμενο στον σεμνό χώρο. Τα παιδιά απολάμβαναν την ηρεμία αλλά ήξεραν πως έπρεπε να γυρίσουν πίσω πριν ανησυχήσουν οι δικοί τους.

1

Βγήκαν και κλείδωσαν καλά την πόρτα. Κάθισαν στο πεζούλι να ξεκουραστούν και να ρίξουν μια τελευταία ματιά.
«Τι έχεις Λήδα;» ρώτησε η Μυρτώ
«Σκέφτομαι»
Ο Φώτης παράτησε το μυρμήγκι που παρακολουθούσε με το μεγεθυντικό του φακό έκπληκτος. Σκέφτεται; Τι σκέφτεται; Τη ρώτησε.
«Να, πως καλά κάναμε και ήρθαμε ως εδώ. Μου φαίνεται πως η εκκλησούλα ήταν πολύ μοναχική και χάρηκε που ήρθαμε από τόσο μακριά για να τη δούμε!»
Ο Φώτης ήταν έτοιμος να ρωτήσει αν νιώθουν οι εκκλησίες μοναξιά, αλλά η Μυρτώ τον κοίταξε με το ένα φρύδι σηκωμένο και τον πάγωσε. Άφησαν τη Λήδα να συνεχίσει την σκέψη της.
«Το ξωκλήσι είναι μακριά από το δρόμο και για να φτάσει εδώ κάποιος πρέπει είτε να ξέρει πού είναι είτε να το βρει κατά τύχη – όπως εμείς. Κι εκείνος ο άγιος που δεν ξέρουμε ποιος είναι, στεκόταν εκεί δα μόνος του, σα να ήταν λυπημένος που δεν είναι η εικόνα του κάπου που να την βλέπουν περισσότεροι άνθρωποι για να παίρνουν την ευλογία του».
Ε, ο Φώτης δεν κρατήθηκε: «έχω την εντύπωση πως οι Άγιοι είναι παντού. Μπορούν να μας νιώσουν και να μας βοηθήσουν και να ακούσουν τις προσευχές μας. Δεν τους χρειάζεται να είναι κάπου συγκεκριμένα. Πάνε όπου ζητήσουν την βοήθειά τους – το ίδιο και οι άγγελοι νομίζω! Για να μη σου πω πως κι ο Θεός το ίδιο κάνει!»
«Ναι, αλλά είναι πάντως μοναχικά εδώ! Σπανίως περνά άνθρωπος!»
«Τι θα πει "μοναχικά", όταν είσαι μέσα στην ηρεμία αυτή, και σου κρατούν συντροφιά τα πουλάκια, τα λουλούδια και τα ζουζούνια, που κι αυτά ο καλός Θεός τα έκανε; Εγώ νομίζω πως σε εμάς φαίνεται μοναχικό το μέρος, ακριβώς επειδή έχουμε συνηθίσει να ζούμε μέσα στη φασαρία μιας μεγάλης πόλης. Μπορεί όμως στο εκκλησάκι και στους Αγίους του να αρέσει περισσότερο αυτή η ηρεμία που εσύ αποκαλείς μοναξιά!»
«Μπορεί...» είπε η Λήδα σκεφτική. Και τα παιδιά πήραν το δρόμο της επιστροφής.

1

«Πάντως, εγώ χαίρομαι που ήρθαμε εμείς εδώ σήμερα!» συνέχισε λίγο αργότερα. «Το φροντίσαμε, του βάλαμε λαδάκι στο καντηλάκι του. Είπαμε τις προσευχές μας ανενόχλητοι. Ανάψαμε το κεράκι μας. Νομίζω ότι αυτά τα κεριά θα του κρατήσουν συντροφιά, έστω και λίγη. Θα είναι το δικό μας "ευχαριστώ" για όλα τα καλά πράγματα που μας έχει στείλει ο Θεός».
Λίγο πριν φτάσουν κοντά στους δικούς τους, η φασαρία παιδιών που έπαιζαν και γελούσαν κι έτρεχαν πέρα – δώθε, έφτασε στα αυτιά τους. Κοιτάχτηκαν. «Μήπως ν' ανηφορήσουμε πάλι κατά το εκκλησάκι να έχουμε την ησυχία μας;», σκέφτηκαν και οι τρεις τους.

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved