Το παραμύθι της εβδομάδας: Το αυγό της Μαυρούλας!

Εντάξει. Το να σε λένε Φράνη δεν είναι και το ωραιότερο πράγμα του κόσμου. Πολύ περισσότερο δε όταν ζεις σε ένα μικρό χωριό που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους κι έχουν ονόματα όπως Κώστας, Βαγγέλης, Χρήστος, Κυριακή, Ντίνα, Νίκη.

Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

Το Φράνη δεν τον καταλαβαίνουν όλοι αυτοί, άσε που τις περισσότερες φορές το προφέρουν και λάθος. Είναι ένα όνομα κάπως ... "διαφορετικό"!
Πήρε πολύ καιρό μέχρι να το συνηθίσουν το όνομά της τα άλλα παιδιά και πολλές εξηγήσεις δόθηκαν σχετικά από τους γονείς της. Γιατί, βλέπετε, στην ουσία το Φράνη δεν είναι ένα όνομα, είναι ΔΥΟ: Φρατζέσκα – Ελένη. Το ένα είναι της γιαγιάς της και το άλλο της νονάς της. Κόψε λοιπόν μισό από εδώ κι άλλο μισό από εκεί, της έμεινε το Φράνη. Όποιος το πρωτο-άκουγε αυτό το όνομα έλεγε : «τι περίεργο όνομα!».
Κατά τα άλλα, η Φράνη ήταν ένα πολύ συνηθισμένο κορίτσι όμως. Έμενε σε ένα σπίτι όπως όλα τα άλλα του χωριού, με μεγάλη αυλή, κληματαριά, γλάστρες, παράθυρα με κεντημένα κουρτινάκια και κοτέτσι. Η Φράνη κάθε πρωί, πριν πάει στο σχολείο, έπρεπε να ποτίσει τις γλάστρες και να ρίξει λίγα πίτουρα ή λίγο καλαμπόκι στις κότες τους. Γιατί ο καθένας στο σπίτι τους είχε κι από μια "αρμοδιότητα". Ο μπαμπάς, ανάλογα την εποχή, πήγαινε είτε στο χωράφι είτε στο αμπέλι είτε στις ελιές. Η μαμά, όποια εποχή και να ήτανε, φρόντιζε το μποστανάκι τους με τα φρέσκα λαχανικά. Ε, κι Φράνη πότιζε τις γλάστρες με τις ρίγανες, τα βασιλικά, το δυόσμο, τα γεράνια και απαραίτητα έβαζε φαγητό στις κοτούλες τους. Όταν γύριζε από το σχολείο, έψαχνε για φρέσκα αυγά. Τα μάζευε προσεκτικά από τις φωλιές τους και τα έβαζε στο μικρό της καλαθάκι, που η μαμά του είχε βάλει μέσα λίγο άχυρο, για να μην χτυπούν τα αυγά μεταξύ τους και σπάσουν μέχρι να φθάσουν στο σπίτι.


Α, και κάτι ακόμη. Η Φράνη αγαπούσε τις κοτούλες της πολύ. Τους είχε δώσει ονόματα: η Μαυρούλα, η Χρυσαφένια, η Καμαρωτή κι άλλα πολλά. Οι κοτούλες την άκουγαν και ήξεραν ποια φώναζε να πάει κοντά της. «Τι κάνεις σήμερα κυρία Χρυσαφένια; Μας έκανες κανένα αυγό ή τεμπέλιασες; Κι εσύ Μαυρούλα μου, σκουληκάκι είναι αυτό που έχεις στο στόμα σου; Μπράβο το κορίτσι μου!». Κάπως έτσι ξεκινούσαν το πρωινό τους.
Αρκετές μέρες πριν το Πάσχα, που όπως όλα τα παιδιά έτσι κι η Φράνη το περίμενε με λαχτάρα, η μαμά της έδωσε σαφείς οδηγίες σχετικά με τα αυγά.
«Θα πρέπει κάθε μέρα να ψάχνεις πολύ καλά, και στο κοτέτσι και τον κήπο, και να μαζεύεις όλα τα αυγά. Μετά θα τα βάζεις στις καρτέλες που έχουμε γι' αυτή τη δουλειά και θα τα φυλάς στο ψυγείο. Χρειαζόμαστε δώδεκα αυγά για τα κουλούρια και τα τσουρέκια μας και άλλα τριάντα τρία που θα βάψουμε κόκκινα για να τα τσουγκρίσουμε. Επειδή θα μαζέψεις περισσότερα από αυτά, θα τα συγκεντρώνουμε σε μεγαλύτερο καλάθι και μετά από λίγες μέρες θα τα βάλουμε στις φωλιές ώστε να τα κλωσήσουν οι κότες μας και να μας κάνουν κοτοπουλάκια!»
Παρά το γεγονός ότι η Φράνη κουραζόταν από τις ατέλειωτες οδηγίες της μαμάς της για κάθε τι που έπρεπε να κάνει, η σκέψη και μόνο ότι θα είχαν σε λίγο καιρό κοτοπουλάκια, την έκανε τρελή από χαρά! Θα μπορούσε να παίζει μαζί τους! Θα ήταν μικρά, κίτρινα, απαλά και φωνακλάδικα! Αν αυτό δεν είναι παιχνίδι, τότε τι είναι;


Ανυπομονούσε λοιπόν να μαζέψει – επιτέλους – τα σαράντα πέντε αυγά που ήταν απαραίτητα για την κουζίνα της μαμάς, και να ξεκινήσει να μαζεύει αυτά που θα γίνονταν, με την φροντίδα της μαμάς κότας, τα καινούρια της κλωσόπουλα. Πολλές φορές την κάθε μέρα πήγαινε κι έψαχνε στις φωλιές, στο κοτέτσι και στον κήπο τους, μην τύχει και της ξεφύγει κανένα.
Μόνο η Μαυρούλα δεν έκανε ποτέ της ένα αυγό, και η Φράνη το είχε παράπονο. Την αγαπούσε τη Μαυρούλα γιατί μόλις τη φώναζε εκείνη ερχόταν γρήγορα κοντά της και μετά την ακολουθούσε σχεδόν παντού μέσα στην αυλή. Αλλά, και για έναν ακόμη λόγο: η Μαυρούλα ήταν δώρο της νονάς της! Της την είχε φέρει πέρσι, τέτοια περίπου εποχή, κι ήταν ένα μικρό κοτοπουλάκι, που είχε όμως κάτι τελείως διαφορετικό από τα υπόλοιπα: τα πούπουλά του ήταν μαύρα με σκούρο καφέ και ελάχιστο κίτρινο! Της Φράνης τότε της είχε φανεί πολύ αστείο, και της άρεσαν τα χρώματά του πάρα πολύ. Το φρόντιζε με ιδιαίτερη αγάπη κι είχαν κατά κάποιον τρόπο γίνει «κολλητές». Με τον καιρό, το πουλάκι έβγαλε καινούρια φτερά, που ήταν κατάμαυρα κι έτσι η Φράνη ονόμασε την κότα της Μαυρούλα.
Η Μαυρούλα έκοβε βόλτες λοιπόν πίσω από τη Φράνη, έτρωγε το καλαμποκάκι της, έκανε πολλά χαρούμενα «κοκοκο» μόλις έβλεπε την κυρά της, αλλά αυγό ακόμη δεν είχε κάνει κανένα. «Έλα κοριτσάκι μου», της έλεγε η Φράνη, «κάνε κι εσύ αυγουλάκια να πάω και στη νονά μου, να καμαρώνει κι εκείνη μαζί μου!» Τίποτε η Μαυρούλα.
Ώσπου μια μέρα, η Φράνη σκέφτηκε πως ίσως η νονά της να μην της έφερνε λαμπάδα αυτό το Πάσχα αν δεν είχαν αυγά της Μαυρούλας να της δώσουν! Πώς της ήρθε αυτό στο μυαλό κανείς δεν ξέρει, αλλά ένα κορίτσι με τόσο "διαφορετικό" όνομα μπορεί να κάνει και "διαφορετικές" σκέψεις, σωστά; Μεγάλο άγχος την έπιασε μετά από αυτό, κι ολοένα κυνηγούσε τη Μαυρούλα, πότε την καλόπιανε και πότε την αγρίευε, αλλά κανένα αυγό δεν έκανε την εμφάνισή του στην φωλιά της κι η Φράνη είχε μεγάλη στεναχώρια. Και αποφάσισε να εκμυστηρευτεί τους προβληματισμούς της στην μαμά της.


«Μαμά, εμένα θα μου φέρει λαμπάδα η νονά μου φέτος;»
«Φυσικά! Κάθε χρόνο δεν σου φέρνει; Θυμάσαι εκείνη την υπέροχη ροζ με τον ανεμόμυλο που σου έφερε πέρσι;» είπε η μαμά.
«Ναι, αλλά και φέτος θα μου φέρει;» Η Φράνη επέμενε.
«Γιατί να μη σου φέρει; Είσαι πάντα τόσο καλό παιδί!» Η μαμά της χάιδεψε τα κοτσίδια της.
«Εγώ είμαι καλό παιδί», είπε και η μικρή Φράνη ντροπαλά, «αλλά η Μαυρούλα δεν έχει κάνει κανένα αυγό, και εγώ ήθελα ειδικά από αυτή την κότα να μαζέψω αυγά για να έχω να δώσω στη νονά μου!»
«Πώς έτσι; Έχουν νομίζεις κάτι ειδικό αυτά τα αυγά;»
«Μα, μαμά, θα είναι τα αυγά της Μαυρούλας! Που μου την είχε φέρει μικρό κοτοπουλάκι η ίδια η νονά! Ήθελα πολύ να έχουμε να της δώσουμε αυγουλάκια της Μαυρούλας για να δει πόσο πολύ την έχω περιποιηθεί και πόσο μεγάλωσε! Και τώρα που δεν θα έχουμε, να το δεις, η νονά θα θυμώσει και δεν θα μου φέρει λαμπάδα!» Και τα δάκρυα της Φράνης έτρεχαν ποτάμι στα μαγουλάκια της.
«Δε νομίζω ότι έχει πει ποτέ κάτι τέτοιο η νονά σου, Φράνη!» Η μαμά δεν ήξερε πώς να την ηρεμήσει. Γιατί άμα μπει κάτι στο κεφαλάκι της κόρης της, που κατά τα λεγόμενα του μπαμπά της "είναι το ίδιο ξερό με το δικό του", πολύ δύσκολα βγαίνει.


«Την αδικείς τη νονά. Ποτέ δεν σε έχει ξεχάσει και μάλιστα δεν περιμένει να είναι γιορτή για να σου φέρει ένα δώρο! Αν και μένει στην Αθήνα, μας επισκέπτεται πολύ συχνά όταν είναι καλός ο καιρός, και πάντα σου φέρνει και από ένα δώρο, είτε μικρό είτε μεγάλο. Τώρα γιατί να μην σου φέρει λαμπάδα; Κι έπειτα, η ίδια η νονά σου, ποτέ δεν είπε ότι θέλει ντε και καλά αυγά της Μαυρούλας! Ξέρει ότι είναι ακόμη μικρούλα κι όταν με το καλό μεγαλώσει και μπορεί να μας κάνει αυγά, να είσαι σίγουρη πως θα μαζέψουμε να στείλουμε της νονάς!»
«Δεν θα είναι το ίδιο μαμά! Άλλωστε σκεφτόμουν πως μερικά από αυτά θα τα ζωγράφιζα, θα τα στόλιζα, θα ήταν δηλαδή εντελώς διαφορετικά. Όπως διαφορετικό είναι και το όνομά μου! Ήθελα να κάνω ένα ιδιαίτερο δώρο στη νονά!»
«Ε, λοιπόν, αυτό ειδικά, μπορούμε να το λύσουμε!», είπε η μαμά χαρωπά.
«Πώς δηλαδή;»
«Φέρε μου το μεγάλο κοφίνι που έχω πίσω από την πόρτα της κουζίνας και θα δεις!», ήρθε η απάντηση της μαμάς γεμάτη μυστήριο κι η Φράνη έτρεξε να φέρει το κοφίνι γεμάτη προσδοκία για το δώρο που θα ετοίμαζαν για τη νονά της.
Έτσι, μετά από λίγη ώρα, και με άφθονες λεπτομερείς οδηγίες της μαμάς, στο μεγάλο κοφίνι συγκεντρώθηκαν ένα σωρό πράγματα. Πρώτα – πρώτα, ένα ολόλευκο τραπεζομάντηλο στρώθηκε κάτω, στολισμένο με μια φαρδιά δαντέλα πλεγμένη στο βελονάκι. Αυτό ήταν το δώρο της μαμάς. Μέσα, μπήκαν με τάξη μπουκάλια με λάδι και κρασί, από αυτά που έβγαζε με τόσο κόπο ο μπαμπάς της Φράνης στα δικά τους χωράφια. Κι ένα βάζο μέλι, το πρώτο της χρονιάς, από τα μελίσσια τους. Σε όλα αυτά η μαμά είχε την ιδέα να κολλήσουν ετικέτες που θα τις είχε ζωγραφίσει με νερομπογιές η ίδια η μικρούλα. Με τα χεράκια της και με τη φαντασία της! Θα ήταν το δικό της, προσωπικό δώρο στη νονά. Και, θα έβαζαν κι όσα αυγά μπορούσαν, για να ολοκληρωθεί το πακέτο. Κι ας μην ήταν της Μαυρούλας.


Όταν το ίδιο απόγευμα κατέφθασε η νονά, ταλαιπωρημένη από την πολύωρη διαδρομή και φορτωμένη με τα χίλια δυο απίθανα δώρα για όλους, η Φράνη δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά της. Με το ζόρι την άφησε να ξεφορτώσει το αυτοκίνητο. Ήθελε να είναι δίπλα της, να την αγγίζει, να της μιλά, να της διηγείται χαρούμενες ιστορίες από το σχολείο της, το χωριό, τους φίλους, τα ζώα της. Τα έλεγε σχεδόν όλα μαζί, κι όπως γινόταν όλες τις φορές που έσμιγαν, μικροί και μεγάλοι δεν σταματούσαν να μιλούν και να αγκαλιάζονται και να εύχονται ο ένας στον άλλο.
«Μα, άσε με να σου δείξω τουλάχιστον την λαμπάδα σου! Την έχω φτιάξει μόνη μου! Έβαλα όλη μου την τέχνη!» είπε η νονά προσπαθώντας να την ξεκολλήσει έστω και για λίγο από την αγκαλιά της. Σκεφτόταν πως ένα "κανονικό" παιδί που θα είχε ένα "κανονικό" όνομα, θα ήθελε αυτό πρώτα από όλα, να δει τα δώρα του και να τα θαυμάσει.
Αλλά τη Φράνη δεν την ενδιέφερε καθόλου ούτε το δώρο ούτε η λαμπάδα. Είχε τη νονά εκεί, κοντά της, κατά δική της. Μπορούσε να μυρίζει το άρωμα των μαλλιών της – πάντα χαμομήλι, από αυτό που της μάζευε και της έστελνε κάθε άνοιξη η μαμά. Μπορούσε να βάλει τα μικρά της χέρια γύρω από το λαιμό της και να της δώσει όσα φιλιά ήθελε. Αν ΑΥΤΟ δεν είναι το καλύτερο δώρο, τότε ποιο είναι;
«Η λαμπάδα μου θα είναι σίγουρα ωραία, αφού την έχεις φτιάξει εσύ. Και τα δώρα μου το ίδιο. Μα, ακόμη κι αν ερχόσουν μόνη σου, χωρίς τίποτε, εγώ πάλι θα ήμουν η Φράνη ΣΟΥ, και θα είμαστε μαζί και δεν θα με ένοιαζε τίποτε άλλο!»


«Κοριτσάκι μου!» Η νονά ήταν συγκινημένη.
«Κι αν καμιά φορά ξεχάσεις και τη λαμπάδα και τα δώρα καθόλου δεν θα στεναχωρηθώ και να το ξέρεις! Θα σου πάρω εγώ μία λαμπάδα εκείνη τη φορά. Για τη λαμπάδα μου καμαρώνω φυσικά, κι είναι πάντα η πιο όμορφη του κόσμου. Μα δεν είναι η λαμπάδα μου το Πάσχα. Το Πάσχα είναι αυτό, που είμαστε όλοι μαζί, κι έρχονται κι άλλοι, και γεμίζουμε αγκαλιές και φιλιά και ιστορίες! Που τσουγκρίζουμε τα αυγά. Που πίνει ο ένας στην υγεία των άλλων. Πάσχα είναι .... Πάσχα είναι .... » Βολεύτηκε καλύτερα στα γόνατα της νονάς. Δεν έβρισκε κάτι άλλο που να είναι Πάσχα.
«Ααα... και ξέχασα να σου πω νονά», είπε η Φράνη με μεγάλη φόρα, πριν της φύγει της νονάς η συγκίνηση τελείως, «η Μαυρούλα ακόμη δεν μας έχει κάνει ούτε ένα αυγό, και φέτος θα σου δώσουμε από τις άλλες κότες μας. Του χρόνου πάντως, άμα θες, θα σου δώσουμε μόνο της Μαυρούλας! Μέχρι τότε, θα έχω βρει τον τρόπο να την πείσω να κάνει ένα την ημέρα τουλάχιστον!»

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved