Το παραμύθι της εβδομάδας: Ο σπόρος της αγάπης!

Η γιαγιά του Παναγιώτη κάνει θαύματα με τα φυτά! Έτσι έλεγαν όλες οι φίλες της μαμάς, κι όλες οι φίλες της γιαγιάς και όλες οι γειτόνισσες!

Της Πέγκυς Παπαδοπούλου

«Κυρία Ρούλα, πότε να κλαδέψω την τριανταφυλλιά μου;», ρωτούσε η μία
«Από το Γενάρη αν δεν κάνει πολλά κρύα, διαφορετικά το τέλος Φλεβάρη οπωσδήποτε!» απαντούσε η γιαγιά Ρούλα
«Τι να κάνω τη γλάστρα με τα χρυσάνθεμα τώρα που πέρασε η εποχή τους;», ρωτούσε μια άλλη
«Να κλαδέψεις τα ξερά και να την ποτίζεις μια – δυο φορές την εβδομάδα όλο τον καιρό. Του χρόνου θα ξαναβγάλει λουλούδια!»
Η γιαγιά του Παναγιώτη έμοιαζε να ξέρει τα πάντα. Πότε κλαδεύουμε, πόσο και κάθε πότε ποτίζουμε, πότε βάζουμε καινούρια φυτά. Κι ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες της κηπουρικής, που για τον περισσότερο κόσμο ίσως να μην είχαν και πολύ σημασία. Όμως, η γιαγιά Ρούλα έλεγε πάντα πως "κάθε τι όμορφο ομορφαίνει και τη ζωή μας", και μάλλον το έλεγε αυτό για τα λουλούδια της – εκτός από τα εγγόνια της φυσικά! Κι επειδή έδινε μεγάλη σημασία και στον κήπο και στις γλάστρες της, και τα φρόντιζε όλα πολύ, εκείνα της ανταπέδιδαν την αγάπη φορώντας τα ωραιότερά τους χρώματα!
Στη μικρή αποθηκούλα της συνωστίζονταν ένα σωρό εργαλεία, μικρά και μεγάλα : τσάπες, σκαλιστήρια, τσουγκράνες, ειδικά ψαλίδια, ποτιστήρια, γάντια, φτυάρια. Του Παναγιώτη του άρεσε πάρα πολύ να παίζει με όλα αυτά, ήταν όμως προσεκτικός γιατί αν τραυματιζόταν η γιαγιά θα στεναχωριόταν πάρα πολύ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η γιαγιά τον φώναζε να τη βοηθήσει.
«Βάλε νερό στο μικρό ποτιστήρι και ρίξε από λίγο στις γλάστρες που έχω πάνω στο τραπέζι. Είναι καινούριες και πρέπει να τις προσέχουμε. Μην ρίξεις πολύ!» του έλεγε.
Ο Παναγιώτης πραγματικά απολάμβανε τα πρωινά της Κυριακής, που βοηθούσε τη γιαγιά. Άλλαζαν μερικά φυτά σε μεγαλύτερες γλάστρες, του έδειχνε πώς να κλαδεύει ή ποια απόσταση θα πρέπει να έχουν οι βολβοί μεταξύ τους όταν τους φυτεύει, πώς να καθαρίζει τον κήπο από τα "ζιζάνια" – αν και, του πήρε πολύ καιρό να καταλάβει πως τα "ζιζάνια" είναι οι διάφορες πρασινάδες που φυτρώνουν άτακτα γύρω από τα φυτά της γιαγιάς και τα εμποδίζουν να αναπτυχθούν κανονικά. Γιατί βλέπετε, η γιαγιά φώναζε και τον ίδιο "ζιζάνιο", επειδή έκανε αρκετές σκανταλιές κι ήταν άταχτος τις περισσότερες φορές!

Ζιζάνιο ή όχι, τα χέρια του Παναγιώτη δούλευαν με αξιοσύνη – όπως πάλι έλεγε η γιαγιά Ρούλα – σε ό,τι κι αν του έδινε να κάνει στον κήπο της. Ο ίδιος ήταν πολύ περήφανος που τα κατάφερνε και που του έδιναν όλοι ένα σωρό επαίνους. Μα πιο πολύ, ο Παναγιώτης χαιρόταν γιατί μπορούσε να φτιάχνει μπουκέτα από όμορφα λουλούδια και να τα πηγαίνει το μεσημέρι στη μαμά του. Το πρόσωπο της μαμάς φωτιζόταν από το πιο ζεστό της χαμόγελο και φρόντιζε πάντα να βάζει το μπουκέτο του στη μέση του τραπεζιού, χρησιμοποιούσε μάλιστα το πιο καλό της βάζο. Ούτε καν του έκανε ποτέ παρατήρηση για τα λερωμένα ρούχα και τα λασπωμένα παπούτσια του – κι η αλήθεια είναι πως, σχεδόν πάντα, γύριζε από τη γιαγιά με τα ρούχα του στο κακό τους το χάλι. Αλλά κανέναν δεν ένοιαζε αυτό, ούτε καν τη μαμά!
Τώρα που ο χειμώνας φτάνει στο τέλος του, η γιαγιά Ρούλα έχει πολλές δουλειές να κάνει στον κήπο της – προετοιμάζοντας και βοηθώντας όλα της τα φυτά για την άνοιξη που έρχεται. Έχει, όπως λέει, "φούριες". Και ποιος θα μπορούσε να είναι καλύτερος βοηθός από τον Παναγιώτη; Έτσι, ειδοποίησε πως την Κυριακή θα δούλευαν μαζί όλη μέρα, και πως θα καθυστερούσε πολύ να γυρίσει σπίτι του. Να μην τον περιμένουν για φαγητό.
Η μαμά λοιπόν, πήγε τον Παναγιώτη από νωρίς το πρωί – αν και ο καημένος ήθελε να χουζουρέψει λιγάκι ακόμη. Και τους πήγε κι ένα βουνό με σάντουϊτς, για να έχουν κάτι να φάνε στα διαλείμματα της δουλειάς τους, και φρέσκο χυμό πορτοκάλι για να δροσίζονται. Κι επειδή ήταν σίγουρη πως τα ρούχα του θα γίνονταν χάλια, προέβλεψε να βάλει στο σακίδιό του και μια αλλαξιά επιπλέον.
Η γιαγιά τον περίμενε πανέτοιμη. Η αλήθεια είναι πως η γιαγιά Ρούλα, όταν έκανε δουλειές στον κήπο της, γινόταν πιο ... "χρωματιστή" κι από τα λουλούδια της. Φορούσε μαντήλι στα μαλλιά, για να μην τα λερώνει, που από μόνο του είχε ένα σωρό ζωηρά χρώματα, και, σα να μην έφτανε αυτό, αρκετά τσουλούφια ξέφευγαν και πετούσαν γύρω – γύρω στο κεφάλι της σαν πεταλούδες. Και τι να πει κανείς για την ποδιά της, που ήταν γεμάτη τσέπες και τσεπάκια, φορτωμένα με διάφορα πράγματα που θα της χρειάζονταν; Πολύ γούστο έκανε ο Παναγιώτης με όλα αυτά. Η γιαγιά του έτσι ντυμένη έμοιαζε με κοριτσάκι του νηπιαγωγείου!

«Σήμερα θα κάνουμε μια δουλειά πολύ σημαντική», του είπε η γιαγιά. «Θα φυτέψουμε μικρούς σπόρους από διάφορα φυτά, που, όταν μεγαλώσουν, θα τα κάνουμε σαλάτα ή θα τα χρησιμοποιήσουμε σαν μυρωδικά για να νοστιμίσουν τα φαγητά μας».
«Δηλαδή, γιαγιά;»
«Κοίτα αυτά τα μικρά πλαστικά ποτηράκια. Θα βάλουμε μια χούφτα χώμα στο καθένα και εκεί, πολύ απαλά και προσεκτικά, θα ρίξουμε τα σποράκια. Σε αυτό το σακουλάκι, έχω βάλει τους σπόρους για τα μαρούλια». Του έδωσε το σακουλάκι. «Θα ρίξεις 2-3 σε κάθε ποτηράκι με χώμα, και μετά λίγο νεράκι. Θα τους ρίχνω κι εγώ νερό, κάθε δυο μέρες. Την επόμενη εβδομάδα θα έχουν ξεπεταχτεί μερικά μικρά μαρουλάκια».
«Και πώς θα μεγαλώσουν γιαγιά;»
«Θα τα μεταφυτεύσουμε!»
Του Παναγιώτη τα μάτια μεγάλωσαν από την έκπληξη. Αυτό θα ήταν κάτι που δεν έχει ξανακάνει και καλά – καλά δεν καταλάβαινε τι πάει να πει. Αλλά η γιαγιά Ρούλα δεν θα τον άφηνε με την απορία.
«Δηλαδή», του είπε, «θα τα βγάλουμε από τα ποτηράκια και θα τα φυτεύσουμε στον κήπο. Να, βλέπεις εκείνη την άκρη που την έχω σκάψει πολύ καλά και το χώμα είναι αφράτο; Εκεί θα τα βάλουμε το ένα δίπλα στο άλλο, για να μεγαλώσουν με την ησυχία τους! Αυτή η διαδικασία, λέγεται μεταφύτευση.»
«Και τι θα βάλουμε στις χρωματιστές γλάστρες γιαγιά;» Ο Παναγιώτης ήταν ανυπόμονος. Όπως όλα τα παιδιά! Ήθελε να τα μάθει όλα μεμιάς.
«Βασιλικό, δυόσμο, μαϊντανό, μαντζουράνα». Η γιαγιά γελούσε καθώς του τα έλεγε όλα αυτά πολύ γρήγορα. Ήταν σίγουρη πως τα μισά από αυτά δεν τα ήξερε.
«Τι είναι όλα αυτά γιαγιά;»
«Είναι διάφορα μυρωδικά, που θα τα κόβουμε όποτε τα χρειαζόμαστε, για να προσθέτουμε γεύση και άρωμα και νοστιμιά στα φαγητά μας. Γίνονται πολύ όμορφα και φουντωτά με τη σωστή περιποίηση».
Ο Παναγιώτης θυμήθηκε τη φορά που η μαμά του τον έστειλε στη γιαγιά να φέρει φρέσκο δυόσμο να βάλει στους κεφτέδες. Μοσχομύριζε όλο το σπίτι μετά! Κι εκείνη η σάλτσα για τη μακαρονάδα, που της βάζουν πάντοτε βασιλικό και γλείφουν όλοι τα δάκτυλά τους μετά .... Μμμ.... Σκέτη μαγεία είναι! Κι ο Παναγιώτης χάρηκε που φέτος εκείνος θα ήταν που θα φρόντιζε όλα αυτά.
Δεν έχασε λοιπόν καιρό κι έκανε όλα όσα του έδειχνε η γιαγιά με μεγάλη προθυμία. Τα μικρά, παιδικά του χεράκια, ήταν τα πιο κατάλληλα γι' αυτές τις λεπτές δουλειές. Καθόλου δε νοιαζόταν που γέμιζαν χώματα τα χέρια του. Τα σκούπιζε στα μπατζάκια του παντελονιού του και συνέχιζε. Μερικές φορές έτριβε το χώμα στα χέρια του για να δει από τι είναι καμωμένο. «Σίγουρα θα έχει μέσα κάτι μαγικό!», σκεφτόταν. «Κι αυτό το μαγικό κάνει τους σπόρους φυτά, λουλούδια, δέντρα».

Ο ήλιος άρχισε να νυστάζει... κι ο Παναγιώτης με τη γιαγιά Ρούλα είχαν κι άλλα πράγματα να κάνουν. Ο μικρός μας φίλος έβλεπε τη γιαγιά του να συνεχίζει με κέφι όσα έκανε, και παρά την κούρασή του, δεν παραπονέθηκε ούτε λεπτό. Κόντευε απόγευμα πια, όταν η γιαγιά του είπε «φτάνει, αρκετά κάναμε σήμερα!». Ήταν κι οι δύο πολύ κουρασμένοι μα και πολύ ευχαριστημένοι.
Η γιαγιά του έστυψε χυμό πορτοκάλι και για τον εαυτό της έφτιαξε ένα από εκείνα τα περίπλοκα "ροφήματα" με βότανα, που τόσο αγαπούσε. Ο Παναγιώτης νόμιζε πως θα διαλυθεί, έτσι όπως είχαν καθίσει δίπλα – δίπλα στον καναπέ και μασούλιζαν και τα σάντουϊτς της μαμάς του.
Η γιαγιά Ρούλα έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς της έναν – ακόμα! – σπόρο. Μεγάλο, σαν κουκούτσι. Τον κράτησε απαλά στη χούφτα της και τον έδειξε στον Παναγιώτη.
«Τώρα που θα πας σπίτι σου, θα πρέπει να κάνεις μία τελευταία δουλειά»
«Κι άλλη;» Αν είναι δυνατόν! Ο Παναγιώτης καταπίνει με δυσκολία τη μπουκιά του. Πώς γίνεται αυτός να είναι τόσο κουρασμένος κι η γιαγιά να έχει κέφι ακόμη; Εκείνη δεν κουράζεται ποτέ;
«Είναι πολύ σημαντική δουλειά, η σημαντικότερη από όσες κάναμε σήμερα!» είπε η γιαγιά. «Αυτός ο σπόρος, που δεν είναι ούτε μεγάλος ούτε μικρός», συνέχισε βάζοντάς το στη χούφτα του Παναγιώτη, «είναι ... μαγικός!»
«Μαγικός;» Ο Παναγιώτης ξέχασε την κούρασή του. Αλλά το σποράκι του φαινόταν ίδιο, ή σχεδόν ίδιο, με ένα σωρό άλλα που είχαν φυτέψει κατά καιρούς. Τι το μαγικό μπορούσε να έχει;
«Ναι, ναι, μαγικό!» Ο ενθουσιασμός της γιαγιάς ήταν μεταδοτικός. «Θα το φυτέψεις, όπως ξέρεις τώρα πια, και θα φροντίσεις να μην του λείψει νερό και ήλιος. Σε λίγο καιρό, θα φυτρώσει ένα λεπτό, πράσινο βλασταράκι».
«Έτσι δεν γίνεται με όλους τους σπόρους γιαγιά; Τους ζεσταίνει ο ήλιος, το νερό κάνει το χώμα τους αφράτο και μπορούν να τραφούν από τις θρεπτικές του ουσίες. Κι ολοένα μεγαλώνουν, μεγαλώνουν, μεγαλώνουν! Σαν τα παιδάκια! Έτσι δε μου είχες πει; Ποιο είναι λοιπόν το μαγικό;»
«Πολύ σωστή ερώτηση μικρέ μου εγγονέ! Γιατί, βλέπεις, αυτός ο σπόρος .... Όσο πιο πολύ τον αγαπάς, τόσο πιο πολύ θα μεγαλώνει. Θα γίνει δέντρο, μεγάλο, πολύ μεγάλο. Θα χαίρεσαι τα καινούρια του φίλα κάθε άνοιξη και τα λουλούδια του. Τα φρούτα του και η σκιά του θα σε δροσίζουν το καλοκαίρι», είπε η γιαγιά κι είχε ένα ύφος πολύ μυστηριώδες.

«Τι φρούτα θα κάνει;» Ο Παναγιώτης ήταν περίεργος για ένα σωρό πράγματα. Πότε θα μεγαλώσει; Θα γίνει πολύ ψηλό δέντρο; Θα κάνει πολλά φρούτα; Θα είναι νόστιμα;
«Μμμμ... το πιο σημαντικό είναι ότι, για να φτάσει να γίνει μεγάλο και να κάνει φρούτα νόστιμα, θα πρέπει να το αγαπάς, να το φροντίζεις και να του μιλάς!»
«Τι να κάνω λέει; Να μιλάω σε ένα βλαστάρι;» Πιο περίεργο πράγμα δεν είχε ακούσει ποτέ του ο Παναγιώτης! Πώς είναι δυνατό να μιλάω σε κάτι που δεν μπορεί να μου απαντήσει; Δε μιλάνε τα δέντρα, σωστά;»
«Όχι, δε μιλάνε. Αλλά, σου ανταποδίδουν την αγάπη τους και μάλιστα με το παραπάνω. Τα φροντίζεις και σε φροντίζουν. Θα σου χαμογελάει με κάθε διαφορετικό φυλλαράκι του, θα σε γλυκαίνει με κάθε φρούτο του. Θα σου χαϊδεύει τα μαλλιά όταν φυσά αεράκι. Δεν είναι όλα αυτά ικανά να δείξουν την αγάπη του;» ρώτησε η γιαγιά.
«Μα, τι πρέπει να κάνω;»
«Είπαμε, να το αγαπάς, να το φροντίζεις και να του μιλάς! Αυτό θα σε ακούει και θα χαίρεται και θα σου δίνει απλόχερα όσα περισσότερα μπορεί!»
Ο Παναγιώτης το σκέφτηκε για λίγο σιωπηλός. Μέχρι τώρα, φύτευε και φρόντιζε μαϊντανούς, δεντρολίβανα, γεράνια, ματζουράνα, ρήγανη. Τώρα, ένα ολόκληρο δέντρο θα γινόταν δικό του. Φιλαράκι του. ΘΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥ!!!! Αν αυτό δεν ήταν μαγικό, τι θα μπορούσε να είναι;
Πριν φύγει, ρώτησε τη γιαγιά: «Και πώς τον λένε αυτό το σπόρο γιαγιά;»
Κι εκείνη του απάντησε : «είναι ο σπόρος της αγάπης!»
Ο Παναγιώτης αγκάλιασε τη γιαγιά του και την έσφιξε πολύ – πολύ. Του έκανε ένα υπέροχο δώρο. Του έδωσε την αγάπη της κλεισμένη σε ένα τόσο δα κουκούτσι. Ήταν σίγουρος πως αυτό το συγκεκριμένο κουκούτσι δεν θα αργούσε να μεγαλώσει και να γίνει πολύ όμορφο δέντρο, μάλιστα θα ήταν το ωραιότερο από όλα τα άλλα. Γιατί θα γεννιόταν από τον σπόρο της αγάπης! Αυτής της μαγικής, ατέλειωτης, αξεπέραστης αγάπης γιαγιάς και εγγονού!

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved