Το παραμύθι της εβδομάδας: Μύρισε άνοιξη;

Ο Νίκος καθόταν μπροστά στο παράθυρο του δωματίου του. Έβλεπε τη βροχή να πέφτει, ίδια κι απαράλλαχτη όπως και χθες και προχθές. Ο ουρανός ήταν γκρίζος και σκοτεινός, κι ας ήταν ακόμη μεσημέρι.

Συνήθως του άρεσε η βροχή. Έλεγε πως έκανε τη μέρα του ... «διαφορετική». Φορούσε γαλότσες κι αδιάβροχο και μπορούσε, έτσι ντυμένος, να πλατσουρίζει στα νερά της κάθε λακκούβας που βρισκόταν στο δρόμο του. Κι ήταν αυτό ένα πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι!Από προχθές όμως, η βροχή του έφερε μια απίστευτη στεναχώρια. Ο καημένος ο Νίκος περίμενε πώς και πώς να έρθει το τελευταίο τριήμερο της Απόκριας και η Καθαρή Δευτέρα. Ο αετός του, που πέρσι είχε πάρει «το βραβείο καλύτερου χαρταετού» του σχολείου του, περίμενε ανυπόμονα να πετάξει ψηλά στον ουρανό. Είχε ζωγραφίσει πάνω του ένα σωρό ζώα, πουλιά και δέντρα, και τον έλεγε «ο χαρταετός του κόσμου». Την περασμένη χρονιά, είχε καλό καιρό και ο Νίκος μπόρεσε να πετάξει το χαρταετό του για πολύ ώρα. Του φαινόταν πως, εκεί ψηλά που πετούσε, έστελνε τον χαιρετισμό του σε όλο τον κόσμο!

Φέτος όμως.... αυτό δεν θα γινόταν. Γιατί, πώς να πετάξει ένας χαρταετός με τη βροχή; Ακόμη κι αν καταφέρει να πάρει ύψος, θα λιώσει μέσα σε λίγα λεπτά, θα κάνει μια ωραιότατη βουτιά προς τα κάτω και θα τσακιστεί σε χίλια κομμάτια. Ο Νίκος ήταν απαρηγόρητος που την φετινή Καθαρή Δευτέρα δεν θα πετούσε τον χαρταετό του.
Και καθόλου δεν τον παρηγορούσε το ότι δεν είχε σχολείο. Ούτε και το ότι και τα άλλα παιδιά δεν θα μπορούσαν να πετάξουν τους αετούς τους! Γι' αυτόν, η μεγαλύτερη χαρά, το πιο όμορφο παιχνίδι αυτών των ημερών, δεν ήταν ούτε η στολή του Μπάτμαν, ούτε τα φωτό-σπαθα, ούτε το πάρτι του σχολείου, το πέταγμα του χαρταετού ήταν!

Στεκόταν τόση ώρα μπροστά στη μπαλκονόπορτά του, χαζεύοντας τη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει τρεις μέρες τώρα, που η ανάσα του είχε κάνει ένα λευκό στρώμα πάχνης πάνω στο κρύο τζάμι. Σήκωσε το χέρι του και ζωγράφιζε διάφορα σχήματα.
«Θες να δούμε μια ταινία;» Ο μπαμπάς του μπήκε στο δωμάτιο και είχε την ίδια απογοητευμένη έκφραση με το Νίκο. Και σε κείνον άρεσε το παιχνίδι με τους χαρταετούς.
«Τς..», έκανε ο Νίκος κουνώντας ταυτόχρονα πέρα – δώθε το κεφάλι του.
«Ναι, αλλά κάτι πρέπει να κάνουμε μέχρι την ώρα του φαγητού». Ο μπαμπάς τον είχε πάρει μαζί του για να ψωνίσουν λαγάνες το ίδιο πρωί, μήπως με την μικρή αυτή βόλτα τον έκανε να ξεχάσει τη στεναχώρια του. Και πραγματικά, η μυρωδιά της ζεστής λαγάνας, τα μουστάκια του φούρναρη που χαμογελούσαν, ο κόσμος που έδινε κι έπαιρνε ευχές, τον έκαναν να ξεχαστεί για λίγη ώρα. Ο μπαμπάς τσίμπησε μια γωνία της λαγάνας κι ο Νίκος τη μασουλούσε στο γυρισμό.
«Δεν έχω όρεξη για τίποτε...»
«Και δίκιο έχεις, μα θα πρέπει να το πάρεις απόφαση. Η βροχή δεν θα σταματήσει. Αλλά, να ξέρεις, μπορούμε πάντα να πετάξουμε χαρταετό και το επόμενο Σαββατοκύριακο και όσες άλλες φορές θελήσουμε, άρα δεν υπάρχει λόγος να στεναχωριέσαι τόσο πολύ!»
«Εντάξει, αλλά δεν θα είναι το ίδιο! Αυτή η μέρα είναι η πιο σημαντική από όλες. Τι θα έχουμε να λέμε δηλαδή αύριο στο σχολείο; Ποια ταινία είδαμε;»
«Μπορείς, αν θες, να βάλεις ένα χεράκι και να μας βοηθήσεις στην κουζίνα!» Η αδελφή του ήταν το ίδιο στεναχωρημένη μ' εκείνον, αλλά η μαμά την έβαλε να τυλίγει ντολμαδάκια από νωρίς, και να την βοηθήσει να στρώσουν τραπέζι, κι έτσι η ημέρα της περνούσε λίγο καλύτερα από την δική του.
«Μπλιαχ...» Ο Νίκος δεν ήθελε ούτε να διανοηθεί ότι θα περνούσε την ημέρα αυτή κλεισμένος στο σπίτι, αντί να τρέχει πέρα – δώθε με τον αετό του στην εξοχή.
«Δε λες "μπλιαχ" όμως όταν βουτάς στην ταραμοσαλάτα ούτε όταν μετράς τα ντολμαδάκια που τρως με ταχύτητα μεγαλύτερη κι από του Σούπερμαν!». Η Στέλλα, η αδελφή του, τον έβρισκε κάπως υπερβολικό με τη μελαγχολία του. Κι εκείνη στεναχωριόταν αλλά έβρισκε τρόπους να χαρεί την γιορτή και να μην την αφήσει να πάει χαμένη.


Ο μπαμπάς γελούσε. Γιατί κάθε χρονιά, έκαναν με το Νίκο διαγωνισμό για το ποιος θα φάει περισσότερα ντολμαδάκια! Πέρσι, η μαμά δεν είχε προλάβει να φάει ούτε ένα, τόσο γρήγορα τα καταβρόχθισαν οι "άντρες της οικογένειας"! Τώρα, στη μεγάλη κατσαρόλα, ήδη έβραζε διπλή δόση. «Για να προλάβει και κανένας άλλος!», έλεγε.
Η Στέλλα πήγε κοντά στο Νίκο που εξακολουθούσε να στέκεται στη μπαλκονόπορτα. Κοίταξε μαζί του τη βροχή. Όσο κι αν τον πείραζε, και μερικές φορές τον πείραζε πολύ, δεν έπαυε να είναι ο μικρός της αδελφός, ο αγαπημένος της, που τώρα ήταν στεναχωρημένος.
«Άντε, πάμε να κόψουμε κανένα λουλούδι από τον κήπο να βάλουμε στο τραπέζι», του είπε και τον σκούντησε απαλά. «Να μοιάζει λίγο με τις άλλες φορές, που μαζεύαμε αγριολούλουδα από την εξοχή!»
«Τι λέτε παιδιά; Στον κήπο; Με την βροχή; Θα κρυολογήσετε!» Η μαμά, που όλοι νόμιζαν ότι θα έμενε αιωνίως στην κουζίνα να φτιάχνει τους μεζέδες της και με τη φασαρία του απορροφητήρα θεωρούσαν ότι δεν θα τους άκουγε, ΑΥΤΟ πάντως το άκουσε και έτρεξε να τους εμποδίσει.
«Ουφ καλέ μαμά, λες κι έχουμε και τίποτε καλύτερο να κάνουμε! Ούτε μέχρι τον κήπο δεν μπορούμε να πάμε;» Η Στέλλα της έκανε απελπισμένα νοήματα δείχνοντας το Νίκο και την κακοκεφιά του.
«Να φορέσετε μπουφάν! Δεν έχω όρεξη να σας γιατροπορεύω μετά!» Η μαμά θα μπορούσε να τους φορέσει και σκούφους, γάντια, κασκόλ, γκέτες και να τους ρίξει και μια κουβερτούλα στους ώμους.... Έτσι, για να νιώθει ασφαλής ότι τα "παιδάκια της", όπως τους έλεγε χαϊδευτικά, δεν θα αρρώσταιναν. Όμως ο καιρός δεν ήταν τόσο κρύος, κι ύστερα, τα ίδια τα παιδιά ήξεραν να προσέχουν τους εαυτούς τους – για το λίγο που θα κατέβαιναν στον κήπο.
«Μάλιστα, μάλιστα! Να πάρουμε και χιονοπέδιλα μήπως;» Ευτυχώς που αυτό το είπε ο μπαμπάς, γιατί αν το έλεγε είτε ο Νίκος είτε η Στέλλα η μαμά δεν το είχε σε τίποτε να τους κατσαδιάσει για "άσχημη συμπεριφορά".


Ο κήπος μύρισε φρέσκο, βρεμένο χώμα. Αφράτο χώμα. Μετά την κλεισούρα του δωματίου του, ο Νίκος δε χόρταινε αυτή τη φρέσκια μυρωδιά. Η βροχή είχε πλύνει θαρρείς τα φύλλα των δέντρων, τη μάντρα, τις γλάστρες με τα λουλούδια, κι έδειχναν όλα πιο φωτεινά, πιο λαμπερά, ακόμη και τώρα που ο ήλιος είχε κρυφτεί για καλά πίσω από τα σύννεφα. Μικρές σταγόνες στέκονταν στην άκρη των φύλλων της λεμονιάς, σαν μικροί κρύσταλλοι. Οι πολύχρωμες φρέζες της μαμάς, που ήταν οι πρώτες που άνθιζαν στις γλάστρες τους, είχαν βάλει τα καλά τους. Όλα ήταν ... "διαφορετικά" .... Μύριζαν ....Μα τι ήταν αυτό που μύριζε τόσο έντονα, σχεδόν τόσο χαρούμενα; Τι ήταν αυτό που έκανε τη βροχερή μέρα μυρωδάτη και φωτεινή; Μα ... δεν μπορεί ... Μύριζε... άνοιξη ! Ναι, μύριζε άνοιξη! Ο Νίκος δεν το πίστευε. Με τόση βροχή, τα πάντα μύριζαν γύρω του Άνοιξη! Μια άνοιξη που ερχόταν τρέχοντας να τους συναντήσει!
Πλατς! Ο .... αιώνια απρόσεκτος Νίκος, βούτηξε καλά – καλά τα πόδια του και με τις παντόφλες μάλιστα, μέσα σε μια λακουβίτσα νερό. Πλατς! Και στην επόμενη φυσικά!

«Βλέπε λίγο πού πατάς καημένε! Αν αρρωστήσεις τελικά, η μαμά δεν θα μου το συγχωρήσει που είχα την ιδέα!», του είπε η Στέλλα, η οποία όμως βρεχόταν μια χαρά τόση ώρα επειδή δεν φορούσε την κουκούλα του μπουφάν της.
Αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα της και «ωωωωω! Κοίτα !» είπε, τσαλαβουτώντας κι εκείνη μέσα στις λάσπες.
«Σιγά, παιδιά, σιγά! Το βρεμένο χώμα γλιστράει πολύ, σιγά μη χτυπήσετε!»
«Τι βρήκες;»
«Κοίτα, Νίκο, αυτή τη μαργαρίτα! Έχει κιόλας ανθίσει!» Ο ενθουσιασμός της Στέλλας ήταν μεταδοτικός.
«Πού είναι;»
«Να' τη, εδώ, πλάι στη μάντρα! Έχει ήδη τέσσερα λουλούδια κι ένα σωρό μπουμπούκια!»


Ο μπαμπάς χώθηκε κι αυτός στις λάσπες μαζί τους. «Να τα κόψετε προσεκτικά, μην την τραυματίσετε!», τους είπε κι έδωσε ένα ψαλίδι.
Η Στέλλα και ο Νίκος κρατούσαν τα μικρά λουλούδια. Το έντονο κίτρινο χρώμα τους ήταν το πιο λαμπερό χρώμα που είχαν δει εκείνη την ημέρα. Έκοψαν και μερικά μπουκετάκια φρέζες. Δεν χρειάζονταν πολλά. Ήθελαν να αφήσουν τις γλάστρες ανθισμένες για να παραμένουν όμορφες.
«Είδατε; Ακόμη κι όταν βρέχει, κι εμείς δεν μπορούμε να απολαύσουμε αυτό που ονειρευόμαστε, πάντα θα υπάρχει κάτι όμορφο γύρω μας!». Ο μπαμπάς τους έσπρωχνε κάτω από το υπόστεγο για να μη γίνουν τελείως χάλια. «Λουλούδια, χρώματα, μυρωδιές. Όλα μπορούν να μας δώσουν μια χαρούμενη νότα, αρκεί να θέλουμε να τα δούμε!»
«Μπορεί να μην μοιάζουν καθόλου με τον χαρταετό μου, αλλά σίγουρα είναι το πιο όμορφο πράγμα που είδαμε σήμερα», συμφώνησε ο Νίκος.
«Πάμε να τις βάλουμε στο βάζο; Δεν αντέχουν και πολύ χωρίς νερό».
Ο Νίκος έμεινε τελευταίος, να χαζεύει γύρω του και να βρίσκει τις ομορφιές που είχε εκείνη η ημέρα. «Τα δέντρα μοιάζουν πολύ ευχαριστημένα με τη βροχή, το ίδιο και τα λουλούδια. Το χώμα έγινε πολύ αφράτο. Μετά τη βροχή, τα σαλιγκάρια θα βγουν βόλτα να βρουν φρέσκα φυλλαράκια να φάνε. Κι εγώ θα πάω βόλτα – αν σταματήσει να βρέχει! Οι πρώτες μαργαρίτες ανθίσανε και οι φρέζες της μαμάς έχουν φουντώσει για τα καλά. Πολύ θα αρέσουν όλα αυτά στις μελισσούλες!»

Καθώς έμπαινε, βρεμένος μέχρι το γόνατο και αρκετά λασπωμένος, στο σπίτι, είπε του μπαμπά: «έχεις δίκιο! Τα δέντρα και τα λουλούδια φαίνεται χρειάζονταν τη βροχή και δείχνουν ευχαριστημένα με αυτή. Δεν πειράζει που δεν θα πετάξω σήμερα τον χαρταετό μου. Θα συνεννοηθώ με τα άλλα παιδιά και θα το κανονίσουμε για το επόμενο Σαββατοκύριακο – αν φυσικά δεν μας τα ξαναχαλάσει ο καιρός! Αλλά δεν θα μας τα ξαναχαλάσει, είμαι σίγουρος!»
«Μπα; Και πώς γίνεται αυτό;» τον ρώτησε η Στέλλα.
«Μα, δε βλέπεις;» της είπε δείχνοντας τις μαργαρίτες και τις φρέζες που καμάρωναν στη μέση του Σαρακοστιανού τραπεζιού τους. «Μύρισε Άνοιξη, αδελφούλα μου, μύρισε Άνοιξη!»

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved