Το παραμύθι της εβδομάδας: «Οι πυτζάμες πάνε στο σχολείο!»

«Μμμμ.... μα, ποιος είναι τέλος πάντων αυτός που βάλθηκε να με ξυπνήσει τόσο νωρίς;» αναρωτιόταν η μικρή Ματίνα, ενώ ένα χέρι της ανακάτευε τα μαλλιά και της τραβούσε τα σκεπάσματα – αλλά σίγουρα αυτό το χέρι ήταν της μαμάς.

Από τη Πέγκυ Παπαδοπούλου

- «Καλημέρα Ματίνα ! έλα να κάνουμε μία μεγάλη αγκαλίτσα !», η μαμά την κοιτούσε χαμογελαστή.
"Μα, πού τη βρίσκει την όρεξη για αγκαλίτσες, εγώ κοιμάμαι ακόμη!" έλεγε με το νου της η Ματίνα, αλλά πάλι πώς να πει «όχι» στην πιο ωραία αγκαλιά του κόσμου ; ή μήπως η πιο ωραία αγκαλιά του κόσμου είναι του μπαμπά ;
- «Χα! κι εγώ θέλω το κρεβάτι μου αλλά πρέπει να πάω στη δουλειά ... κι εσύ έχεις να πας σχολείο!» είπε η μαμά παιχνιδιάρικα και της έδωσε μικρά φιλάκια στο λαιμό..
"Ώρες-ώρες αυτή η μαμά, νομίζει ότι είμαι χαζούλα, άκου "σχολείο", λες και δεν ξέρω πως σχολείο πάνε μόνο τα μεγάλα παιδιά κι εγώ που είμαι μικρούλα θα ξαναπάω φέτος στον παιδικό σταθμό! Και μου φαίνεται πως δεν θα μεγαλώσω ποτέ να πηγαίνω κι εγώ σε αυτό το "γραφείο" που πάει κι εκείνη και ο μπαμπάς όλη τη μέρα. Μήπως να φάω περισσότερο για να μεγαλώσω πιο γρήγορα ;" Αυτά σκεφτόταν η Ματίνα, αλλά από την αγκαλιά της μαμάς δεν κατέβαινε εύκολα. Είναι πολύ ωραίο πράγμα να χουζουρεύεις αγκαλίτσα στη μαμά, κι ας σε πηγαίνει η μαμά πέρα-δώθε για να ετοιμάσει την τσάντα σου.

- «Έλα να πιούμε το γάλα μας» λέει η μαμά και κάθεται στην καρέκλα της κουζίνας με τη Ματίνα αγκαλιά και της βάζει μπροστά της ένα μεγάλο ποτήρι γάλα – τώρα κατάλαβε πόσο πεινούσε, το ήπιε μονομιάς !
"Ε, και τώρα που ήπια το γάλα μου δε γίνεται να πάω να χωθώ και πάλι στο κρεβάτι μου ; Νυστάζω και έχω αρχίσει να κρυώνω, χώρια που νομίζω ότι οι πυτζάμες μου στο τέλος θα διαμαρτυρηθούν γιατί θα κρυώνουν και αυτές".
Η μαμά όμως είχε άλλες διαθέσεις. Και δεν τα βάζεις εύκολα με τη μαμά. Ιδίως όταν η μαμά σε τραβολογάει στο μπάνιο γι΄αυτό που λέει ότι είναι «ατομική υγιεινή» και επιμένει να βουρτσίσεις τα δόντια σου θες δεν θες, και να πλύνεις το πρόσωπό σου με πολύ νερό – που όσο πάει γίνεται όλο και πιο κρύο! Ήθελε δεν ήθελε λοιπόν η Ματίνα, ντύθηκε στα σβέλτα. Κατάφερε ακόμη να βάλει και τα παπούτσια της σωστά, αν και όταν βιαζόταν πάντα μπέρδευε το δεξί με το αριστερό. Με τη βοήθεια του μπαμπά φυσικά το κατάφερε αυτό. Ο μπαμπάς είναι μια λύση, όπως πάντα άλλωστε στα δύσκολα ... Η Ματίνα τον κοιτάζει σα να είναι ένας μικρός Θεός, "πώς είναι δυνατόν", λέει μέσα της, "οι μεγάλοι να μην μπερδεύουν ποτέ τα παπούτσια τους;". Αλλά δεν ρωτάει φωναχτά, γιατί είναι πολύ βιαστική.

Περνώντας όμως από το δωμάτιό της, της φάνηκε πως οι πυτζάμες της θα μαράζωναν έτσι τσαλακωμένες και μόνες που θα έμεναν όλη μέρα! Μήπως να τις εξαφάνιζε στο καλάθι με τα άπλυτα; Μήπως να τις δίπλωνε καλύτερα; Έτσι όπως τις κοιτούσε ... νόμιζε πως ήταν πολύ θλιμμένες .... και πήρε την απόφασή της : θα τις έπαιρνε μαζί της. Αν και για μια στιγμή μόνο προβληματίστηκε εάν αυτό ήταν σωστό ή αν επιτρεπόταν, σκέφτηκε στο τέλος πως δεν θα τις ανακάλυπτε κανείς στον πάτο της τσάντας της, κι έτσι τις έσπρωξε βιαστικά εκεί μέσα. Τώρα που είχε ξυπνήσει για τα καλά, ανυπομονούσε να πάει στο σχολείο της, να δει τους φίλους της, την αυλή, τα παιχνίδια, τις δασκάλες.


Φτάνοντας στον παιδικό σταθμό, αποχαιρέτησε στα πεταχτά τον μπαμπά που έμεινε στο αυτοκίνητο, και στη μαμά ίσα που έδωσε ένα μικρό φιλί στο μάγουλο, τόση ήταν η βιασύνη της ! Είχε ξεχάσει και τη νύστα και τις πυτζάμες της!
Οι γνώριμες ζωγραφιές στους τοίχους, ο πίνακας, τα θρανία και τα καρεκλάκια ήταν στην ίδια θέση που τα είχε αφήσει, τα παιχνίδια όλα της χαμογελούσαν κι εκείνη δεν ήξερε ποιο να πρωτοπάρει στην αγκαλιά της. Άρχισε να φωνάζει και να χοροπηδά μαζί με τα άλλα παιδιά, και καθόλου δε στεναχωρήθηκε που έφυγε η μαμά, μόνο ευχήθηκε να μπορούσε να γίνει κι αυτή μια φορά μικρή, μικρούλα σαν κι εκείνη, και να μην πήγαινε σε αυτό το "γραφείο", παρά να έμενε να παίζει μαζί τους όλη μέρα !
Είχε περάσει πολύ ώρα όταν θυμήθηκε τις πυτζάμες της η Ματίνα. Στεναχωρήθηκε που τις είχε αφήσει μισή μέρα στον πάτο της τσάντας της, στριμωγμένες με ένα σωρό άλλα πράγματα, χωρίς να τους δώσει καμία σημασία. Κι άλλωστε, ήθελε να τους γνωρίσει και όλες τις φίλες της. Αλλά πώς θα γινόταν αυτό;


Εκείνη την ώρα, ένα βιαστικό πιτσιρίκι, πέρασε μπροστά από τον μεγάλο αρκούδο, που τον φώναζαν τα παιδιά "Κύριο Καφέ" και του έδωσε – κατά λάθος – μια σπρωξιά, με αποτέλεσμα αυτός ο καημένος να σωριαστεί φαρδύς – πλατύς σχεδόν μπροστά στα πόδια της Ματίνας. Κι αυτό της έδωσε την ιδέα.
Μετά από λίγο, ο Κύριος Καφέ, φορούσε τις πυτζάμες της Ματίνας. Είχε πολύ δυσκολευτεί για να περάσει τα παχουλά του χέρια από τα μανίκια, και βλέποντάς τη να τον τραβολογάει πέρα – δώθε, πήγαν και άλλα παιδιά να βοηθήσουν. Η δασκάλα της, η κυρία Άννα, έβαλε τα γέλια μόλις τους είδε να καθίζουν θριαμβευτικά τον Κύριο Καφέ ανάμεσά τους, σε ένα θρανίο. Ήταν αλήθεια πολύ αστείος, με την τεράστια κεφάλα του και τις ροζ πυτζάμες με τα λουλούδια και τα συννεφάκια, που μάλλον θα τον στένευαν. Και, πράγμα πολύ περίεργο, δεν τους μάλωσε καθόλου.
Έτσι, ο Κύριος Καφέ έγινε άλλη μια φορά καμαρωτό μέλος της μεγάλης παρέας των παιδιών, παρ΄όλο που ξεχείλιζε από το καρεκλάκι του κι έφαγε κι άλλες τούμπες στην πορεία, κι οι πυτζάμες της Ματίνας άκουσαν κι αυτές το μάθημα, το παραμύθι και τα τραγούδια τους. Κάποια στιγμή, η κυρία Άννα, είπε στη Ματίνα:
«Ξέρεις, Ματίνα, δεν είναι σωστό να κουβαλάμε στο σχολείο τα πράγματα του σπιτιού μας», της είπε κάποια στιγμή η Άννα. Ωχ ! σιγά μην τη γλίτωνε, τώρα θα τα άκουγε για καλά. Η Ματίνα προετοιμάστηκε για τα χειρότερα, αλλά η δασκάλα της την εξέπληξε.
«Νομίζω όμως ότι θα μπορούσες να φέρνεις μερικές φορές κανένα από τα αγαπημένα σου παιχνίδια, άλλωστε κι εσύ θα τους λείπεις τόσες ώρες που θα είσαι στον παιδικό σταθμό και εκείνα θα λείπουν σε σένα!»

"Aαααχχχ ! τί ωραία που τα λέει η κυρία Άννα, τί καταπληκτικές ιδέες που έχει ! Όταν μεγαλώσω πρέπει να της μοιάσω!" Η Ματίνα τώρα είχε γίνει κόκκινη, από την χαρά της! Ήθελε να μπορούσε να την αγκαλιάσει και να την φιλήσει τη δασκάλα της, τόσο απίθανα όμορφο της φαινόταν αυτό που της είχε πει. "Μα πώς γίνεται να τα ξέρουν όλα οι μεγάλοι ! Ας μην αργήσω να μεγαλώσω Θεούλη μου!" ευχόταν από μέσα της.


Απ΄έξω της όμως, πήρε το πιο σοβαρό της ύφος, και είπε στην κυρία Άννα, απορρώντας κι η ίδια με το κουράγιο της :
«Εντάξει , κυρία, θα τα φέρνω τα παιχνίδια μου, θα κάνουμε όμως μια συμφωνία»,
«Και τί συμφωνία θέλεις να κάνουμε;», η κυρία Άννα είχε σουφρώσει τα φρύδια της, σημάδι ότι δεν θα αργούσε να θυμώσει.
«Θέλω να μου υποσχεθείτε ότι θα αφήνετε και τα άλλα παιδιά να παίζουν με τα παιχνίδια μου, αλλιώς το πράγμα δεν έχει γούστο!», η Ματίνα εξακολουθούσε σοβαρή και απτόητη.
Η δασκάλα την κοίταξε καλά καλά, σα να το σκεφτόταν πολύ σοβαρά εάν έπρεπε να κάνει αυτή τη συμφωνία ή όχι, στο τέλος όμως της χαμογέλασε και της έδωσε και συγχαρητήρια για το «ομαδικό της πνεύμα», κάτι που η Ματίνα δεν κατάλαβε πολύ καλά , αλλά θα ρωτούσε σίγουρα τον μπαμπά να της το εξηγήσει. «Θα πω και στα άλλα παιδιά, αν θέλουν, να φέρουν κι εκείνα μαζί τους ένα παιχνίδι κάποια μέρα. Θα μοιράζεστε τα παιχνίδια σας, θα μαθαίνετε καινούρια, θα έχετε ποικιλία! Και, τα παιδιά που ίσως δεν έχουν πολλά παιχνίδια σπίτι τους, θα έχουν την ευκαιρία να ευχαριστιούνται παιχνίδι εδώ!». Η κυρία Άννα βοηθούσε τη Ματίνα να γδύσουν τον Κύριο Καφέ κι επειδή αυτό δεν ήταν και τόσο εύκολο και τον τραβολογούσαν μέχρι να τα καταφέρουν, κατέληξαν να γελούν κι οι δύο!
Όταν έφυγε από το σχολείο, οι πυτζάμες της ήταν πολύ ταλαιπωρημένες, άμαθες να είναι με τόσο κόσμο και τόσες ώρες, και είχανε και μερικούς λεκέδες από γυαούρτι, που επέμενε ο Κωσταντίνος να ταΐσει τον αρκούδο, και το σίγουρο ήταν πως τους χρειαζόταν μια γερή μπουγάδα!


Γυρίζοντας σπίτι, η Ματίνα, τις έβγαλε προσεκτικά από την τσάντα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια της μαμάς, στην οποία μαμά είπε στα γρήγορα την περιπέτειά της, γιατί φοβόταν πως αν αργούσε με λεπτομέρειες η μαμά θα φούντωνε και θα της άρχιζε το μάθημα για εκείνες τις «σωστές συμπεριφορές», που δεν ήθελε καθόλου να ακούσει.
Και, παράξενο πράγμα αλήθεια, η μαμά γέλασε, ίδια η Άννα, και η μόνη παρατήρηση που της έκανε ήταν πως έπρεπε στα αλήθεια να βάλει τις πυτζάμες στο πλυντήριο γιατί στο χάλι που ήταν δεν γινόταν να τις φορέσει το βράδυ! Πολύ χάρηκε μάλιστα η μαμά με την ιδέα της κυρίας Άννας. Συνεννοήθηκαν με τη Ματίνα, την επόμενη μέρα, να πάρει μαζί της εκείνο το μεγάλο πάζλ που δεν είχε καταφέρει να φτιάξει μόνη της. Ήταν σίγουρες πως με την βοήθεια και των άλλων παιδιών, θα κατάφερναν να το φτιάξουν!

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved