«Το χωριό των αγγέλων»! Το παραμύθι μιας αναγνώστριάς μας για να πει στην κόρη της μεγάλες αλήθειες

Μια αναγνώστρια του mothersblog, μας έστειλε ένα δικό της μοναδικό παραμύθι που μέσω αυτού ήθελε να παρουσιάσει στην κόρη της μερικές αλήθειες.

Όπως αναφέρει η Φωτεινή Μποεχέρερ στο μήνυμα, η τότε 10 χρονη κόρη της, την δυσκόλευε με το φαγητό καθώς δεν έτρωγε. Ετσι, αποφάσισε να της πει ένα παραμύθι κάνοντας την να ξεχαστεί αλλά παράλληλα μιλώντας της για τους αγαπημένους ανθρώπους που "φεύγουν" από τη ζωή, με έναν ανώδυνο τρόπο. Φαίνεται ότι τελικά τα κατάφερε. Σήμερα, η κόρη της είναι 13 χρονών και η κυρία Μποεχέρερ aποφάσισε να μοιραστεί το ξεχωριστό παραμύθι μαζί μας.

Διαβάστε το:

-Εδώ θα ζήσουμε τώρα;
-Βρε Δεσπούλα, είναι δυνατόν;
-Όχι πες.
-Ναι εδώ θα ζήσουμε.
-Και οι άγγελοι;
-Ποιοι άγγελοι;
-Οι δικοί μας! Πως θα έρθουν στα Νόμια; Ξέρουν που είναι τα Νόμια;
-Αχ, πουλάκι μου, τι να σου πω τώρα;
-Όχι πες. Πως θα έρθουν εδώ;
-Μαζί μας.
-Πάνε όπου πάμε; Καλό αυτό! Όπου κι αν είμαστε; Τόσο εύκολα;
-Κοίτα να δεις....
-Ωχ! Πάλι παραμύθια; Δεν μπορώ πάλι.
-Όχι. Αυτή την φορά δεν θα σου πω παραμύθι. Αυτή την φορά θα σου πω την αλήθεια. Μπορείς να την ακούσεις;
-Δεν ξέρω. Δεν είμαι μικρή; Όχι, γιατί όλο λες πως είμαι μικρή. Σοβαρά τώρα, σκέψου το, μήπως είμαι;
-Αποφάσισε επιτέλους, τι θες.
-Εσύ είσαι η μαμά μου, εσύ ξέρεις.
-Άρα, είσαι μικρή. Ε, γιαβρί μου;
-Από δω το πας, από κει το πας τελικά δεν θα μου πεις;
-Θα σου πω, αλλά πρώτα θα φας.
-Όχι πάλι!
-Ω ναι! Πρώτα θα φας.
-Καλύτερα ένα παραμύθι λέω εγώ γιατί να... σκεφτόμουν, ότι κάθε φορά που θυμάσαι, κλαις .
-Έτσι είναι η αγάπη!
-Να κλαις;
-Όχι παιδί μου. Απλά όταν χάνεις αυτούς που αγαπάς πονάει.
-Όπως, όταν έβγαλα το δόντι μου;
-Δεν πονάει κάτι στο σώμα μας, στη ψυχή μας πονάει.
-Ναι αλλά η ψυχή μας μέσα στο σώμα μας δεν είναι;
-Ναι! Αλλά, τελικά είσαι μικρή.
-Είμαι είδες! Πως να διορθώσω το δωμάτιό μου ε;
-Για κάτσε καλά τώρα!
-Δεν θα το φάω όλο στο λέω.
-Θα το δούμε αυτό .
-Και εσύ ρωτούσες την μαμά σου;
-Όχι, εγώ ρωτούσα την γιαγιά μου ό,τι ήθελα, αλλά...
-Αλλά τι ;
-Η γιαγιά μου, μου μίλησε για τους αγγέλους, πριν την ρωτήσω εγώ.
-Γιατί αφού δεν την ρώτησες.
-Έπρεπε! Ηταν πολύ άρρωστη η προγιαγιά μου. Και πίστευε πως ίσως την χάναμε, για αυτό.
-Και την χάσατε;
-Ναι .
-Και πόνεσες;
-Πολύ!
-Που;
-Άκου να δεις...
-Δεν το τρώω όλο στο λέω. Είναι πολύ το φαγητό.
-Δεσπούλα λέω!
-Και λέγαμε για τους αγγέλους ...
-Ξεκίνα!
-Ναι.
-Κάποτε υπήρχε ένα κτήμα με πολλά δέντρα. Τεράστιο! Ηταν γεμάτο με πορτοκαλιές, αχλαδιές, λεμονιές, δαμασκηνιές, μηλιές...
-Μανταρινιές είχε;
-Είχε και μανταρινιές. Όλα τα δέντρα ήταν γερά, με χοντρούς κορμούς από τα πολλά χρόνια ζωής που είχανε. Όλα λοιπόν αυτά τα δέντρα για να καρποφορήσουν βγάζανε κλαδιά, που με τον καιρό έβγαζαν φύλλα και άνθιζαν, και αυτά τα άνθη γινόντουσαν με την σειρά τους, ανάλογα πορτοκάλια, αχλάδια, λεμόνια, δαμάσκηνα, μήλα...
-Μανταρίνια;
-Ναι και μανταρίνια. Έτσι ξεκινά η ζωή σαν ένα δέντρο . Με ρίζες στη γη, με ήλιο, με βροχή νύχτα μέρα, ίσως με χαλάζι, μα πάντα υπάρχει ένας τρόπος να τα καταφέρνει το δέντρο και κάθε δέντρο να παραμένει στη ζωή.
-Κλαις;
-Όχι, κάτι μπήκε στο μάτι μου. Και σου έλεγα λοιπόν, πως κάπως έτσι είναι και η ζωή. Υπήρχε κάπου ανάμεσα σε όλα τα δέντρα και μια μηλιά. Αρκετά μεγάλη και όμορφη σαν όλα τα άλλα. Ξέρεις όταν είναι καιρός να μαζευτούν όλα τα φρούτα, σε κάθε κτήμα υπάρχει κάτι σαν χαρά. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις; Είναι όλα τόσο έντονα. Τα χρώματα; Τα αρώματα; Δεν ξέρω! Πάντως είναι κάτι πολύ ωραίο. Τα πουλιά που κελαηδούν κάπως, γιατί τους παίρνουν την παρέα; Τι να σου πω;
-Τι έγινε με την μηλιά και κλαις;
-Όσο μεγαλώνει ένα δέντρο , τα πρώτα κλαδιά βγάζουν άλλα κλαδιά, και τα άλλα κλαδιά με την σειρά τους άλλα και έτσι γίνονται μεγάλα και εντυπωσιακά και φυσικά με περισσότερα φρούτα και πιο υγιή.
-Και γιατί κλαις, αφού τα δέντρα που λες ήταν γεμάτα καρπούς;
-Ναι αλλά ξέρεις, όσο περνούν τα χρόνια, τα πρώτα κλαδιά γερνούν και δεν βγάζουν τόσα φύλλα όπως πρώτα και φυσικά δεν έχουν την δύναμη να καρποφορήσουν.
-Και τι με αυτό;
-Αυτό σημαίνει, πως σιγά-σιγά, αυτά τα κλαδιά αδυνατούν και υπάρχει κίνδυνος, ίσως με ένα γερό αέρα να σπάσουν.
-Και αφού δεν μπορούν άλλο;
-Συνηθίζει όμως το δέντρο με τόσα κλαδιά . Και μόλις σπάσει ένα, τα άλλα για ένα διάστημα μένουν όπως έχουν. Αφού καταλάβουν όμως τι έχει συμβεί , μετά από λίγο καιρό συνεχίζουν. Και βγάζουν νέα φύλλα και ανθίζουν και η ζωή συνεχίζεται.
-Επιμένω μαμά, κλαις!
-Ναι μωρό μου, κλαίω.
-Τί σε πειράζει που σπάνε τα γερασμένα κλαδιά; Εσύ δεν είπες πως είναι έτσι η ζωή;
-Να κάτι που δεν ξέρεις και που φυσικά δεν ήξερα και εγώ στην ηλικία σου.
-Και έμαθες ;
-Έμαθα, αλλά αρκετά αργότερα. Δεν είναι πάντα έτσι η ζωή.
-Γιατί; Σπανε τα γερασμένα κλαδιά και δίνουν περισσότερη ζωή στα πιο νέα κλαδιά.
-Όχι καλό μου. Καμιά φορά τα πράγματα αλλάζουν και είναι λίγο πιο σκληρά.
-Σκέψου το καλά. Μήπως θα τρομάξω; Να ξαναγυρίσουμε στη μηλιά;
-Η μηλιά λοιπόν, είχε πολλά κλαδιά κάτω-κάτω, που φυσικά ήταν πιο μεγάλα σε ηλικία από τα άλλα, που ήταν πιο μικρά και πιο τρυφερά. Ξεκίνησαν κι αυτά να βγάζουν τους δικούς τους καρπούς, τα δικά τους μήλα.
-Και έσπασαν τα παλιά κλαδιά.
-Όχι! Σε αυτή την μηλιά, δεν κρατήθηκε αυτή η σειρά. Ένα από όλα τα κλαδιά, το πιο όμορφο και το πιο καλό, αυτό που διάλεγαν όλα τα πουλιά να κάθονται, κανείς δεν έμαθε πως, αλλά μπλέχτηκε με τα κλαδιά άλλων δέντρων. Κάτι έγινε που δεν πρόλαβε να δει κανείς. Κάτι που δεν έπρεπε να γίνει. Ποιος ξέρει, ίσως ένας αέρας δυνατός να το δημιούργησε αυτό, αλλά το κλαδί, ήταν αδύνατο να ξεμπλέξει από τα άλλα .
-Και; Καλά γιατί ήταν τόσο κοντά με τα άλλα δέντρα; Ήταν φίλοι;
-Συμβαίνουν αυτά.
-Και;
-Είδαν τα πουλιά τι έγινε και έτρεξαν γρήγορα. Έτρεξαν και προσπάθησαν να ξεμπλέξουν αυτά τα κλαδιά μεταξύ τους, αλλά ήταν αδύνατο. Το κακό είχε γίνει. Το κλαδί της μηλιάς είχε ραγίσει από τον κορμό. Ό,τι προσπάθειες και αν έκαναν τα πουλιά να το κρατήσουν ψηλά, δεν ωφέλησαν. Το κλαδί ήταν γερό και πολύ βαρύ. Τα πουλιά προσπαθούσαν. Πετούσαν όσο το δυνατόν πιο ψηλά, μα δεν κατάφερναν τίποτα. Δεν σταματούσαν όμως κι ας έβλεπαν πως το κλαδί έγερνε προς την γη. Κελαηδούσαν τόσο δυνατά, σαν να ζητούσαν βοήθεια, αλλά όχι, τίποτα δεν άλλαζε. Και άλλα κλαδιά προσπάθησαν κι αυτά να το κρατήσουν όρθιο, αλλά ατύχησαν κι αυτά. Το κλαδί έγερνε και έγερνε μέχρι που έπεσε στη γη. Ο θόρυβος αυτός ακούστηκε παντού. Σε όλο το κτήμα. Και σε όλα τα γύρω κτήματα.
-Γιατί;
-Τα κελαϊδίσματα των πουλιών , δεν έλεγαν πια βοήθεια. Ήταν μοιρολόγια! Μαζεύτηκαν λοιπόν γύρω του και σιγά-σιγά, το κάθε ένα πουλάκι, άφηνε και ένα φύλο πάνω του. Ηθελαν να το κρύψουν. Ηθελαν να μην το δει κανείς. Να μην το βρέχει η βροχή, να μην το καίει ο ήλιος. Όλα τα φύλα λύγησαν. Τιμή στο κλαδί που τόσο άδικα και απότομα έσπασε από τον κορμό. Άφησε πληγή στο δέντρο και το μόνο σίγουρο ήταν πως σε αυτό το σημείο δεν θα ξανάβγαινε άλλο κλαδί. Έτσι είναι πάντα!
-Μαμά!
-Ναι καλό μου παιδί έτσι είναι, μην κλαις! Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να συνέλθει η μηλιά. Να σπάσει ένα κλαδί της; Ένα τόσο γερό κλαδί; Είχε τόσα να δώσει!
-Εγώ...
-Μην κλαις!
-Και το κλαδί ήταν στη γη...
-Ναι, μα πάντα πήγαιναν τα πουλιά εκεί. Δεν το ξεχνούσαν. Μέχρι που κάποια μέρα ένα από τα πουλιά θυμήθηκε πως την προηγούμενη χρονιά, ένα από τα μήλα του κλαδιού δεν μαζεύτηκε και έπεσε στη γη. Και ξέρεις τη σημαίνει αυτό;
-Όχι, τι σημαίνει;
-Πώς αφού έπεσε ένα μήλο του στη γη, σίγουρα από τα κουκούτσια του, υπάρχει μια ελπίδα, να φυτρώσει ένα καινούργιο δεντράκι. Και αυτό περίμεναν όλα τα πουλιά.
-Και φύτρωσε;
-Ναι, δεν άργησε! Κάτω από τη μεγάλη μηλιά, εκεί που έριχνε τον ίσκιο της
θα μεγάλωνε η μικρή μηλίτσα.
-Τώρα κλαις πάλι εσύ! Ωραία τα καταφέραμε.
-Εγώ μωρό μου αγαπώ πολύ αυτή την μηλίτσα.
-Με μπέρδεψες τώρα! Το παραμύθι της γιαγιά σου δεν έλεγες τόση ώρα;
-Ναι, αλλά αν αλλάξεις την μηλιά;
-Να την κάνω τι δηλαδή;
-Δεν ξέρω, ό,τι θες.
-Ένα άλλο δέντρο δηλαδή;
-Αν ήταν άνθρωποι;
-Τί άνθρωποι; Τί να κάνω τώρα; Με μπέρδεψες! Τι σε είχα ρωτήσει;
-Για τους αγγέλους.
-Ε ναι! Και εσύ μετά μου είπες το παραμύθι της γιαγιάς σου. Ή όχι;
-Αν δεν μπορείς να καταλάβεις ακόμα, σημαίνει πως είσαι μικρούλα και δεν έχω μάλλον, κανένα δικαίωμα να πω πράγματα που δεν αντέχει το μυαλουδάκι σου.
-Όχι! Θα μου πεις, δεν μπορεί! Αφού ξεκινήσαμε αυτή την κουβέντα εγώ λέω να την τελειώσουμε.
-Εγώ λέω να τελειώσεις πρώτα το πιάτο σου και βλέπουμε.
-Έλα μαμά τρεις κουταλιές μείνανε!
-Μείνανε όμως!
-Αν κάνω την μηλιά, τί; Ανθρωπο;
-Οικογένεια.
-Τι οικογένεια; Συγγενείς;
-Ας πούμε συγγενείς.
-Ε, τότε είναι εύκολο! Ναι όμως ποιους συγγενείς;
-Υπάρχουν οικογένειες με πολλά «κλαδιά» ας πούμε . Σε κάποιες από αυτές έσπασαν τα πρώτα , τα γέρικα «κλαδιά» και σε κάποιες άλλες τα πιο νέα αυτά που θα έπρεπε να ζήσουν πιο πολύ.
-Σε ποιες; Στη δικιά μας ποιοι έσπασαν;
-Οι άνθρωποι αγάπη μου δεν σπάνε, φεύγουν!
-Πεθαίνουν δηλαδή;
-Δεν λέμε έτσι ποτέ εμείς.
-Γιατί;
-Γιατί πεθαίνει όποιος τον ξεχνούν. Και εμείς δεν ξεχνάμε ποτέ τους ανθρώπους που αγαπήσαμε. Δεν θέλουμε! Καταλαβαίνεις;
-Περίμενε μαμά! Όταν η γιαγιά σου, σου είπε την ιστορία με τα δέντρα και τα κλαδιά, η προγιαγιά σου έφυγε τελικά;
-Ναι. Μετά από μερικές μέρες ναι. Ευτυχώς είχα την τύχη, να την φροντίσω εγώ, και ο πόνος ήταν μικρότερος. Είχα την ευκαιρία, μένοντας δίπλα της και φροντίζοντας την, να την γνωρίσω καλύτερα, να την αγγίξω, να την φιλήσω, να γεμίσω τα μάτια μου εικόνες και ακόμα και σήμερα, μπορεί να σου φανεί παράξενο, αλλά θυμάμαι την φωνή της, την μυρωδιά της, τα δάχτυλα της. Αναμνήσεις αγάπη μου. Θυμάμαι σχεδόν τα πάντα της και χαίρομαι που και εσύ έχεις αυτή την τύχη, να γνωρίζεις την προγιαγιά σου.
-Καλά έκανε τότε που σου τα είπε.
-Σίγουρα! Σκεφτόμασταν τότε με την αδερφή μου, ότι ευτυχώς, η γιαγιά και ο παππούς μπορεί να θεωρούνται οι μεγαλύτεροι στην οικογένεια, αλλά είναι πολύ νέοι ακόμα σε ηλικία.
-Εντάξει τότε!
-Τι εντάξει;
-Έχουμε μπροστά μας πολλά χρόνια ακόμα, αφού είναι όλοι καλά. Και μετά για να καταλάβω, όταν φεύγει κάποιος από την ζωή γίνεται άγγελος;
-Κάπως έτσι είναι .
-Και γιατί δεν τους βλέπουμε;
-Θυμάσαι που σου έλεγα για την ψυχή που κρύβουμε όλοι μέσα μας;
-Αυτή που δεν φαίνεται;
-Ναι. Αυτή πετά ψηλά και συνήθως μένει κοντά σε αυτούς που την αγάπησαν πιο πολύ.
-Έχω την εντύπωση πως κάτι μου κρύβεις. Δεν μίλησες ποτέ για έναν άγγελο. Μιλάς πάντα για αγγέλους. Ποιοι είναι οι άλλοι;
-Κοίτα δεν μου είναι τόσο εύκολο να σου πω. Και εμείς όταν ήμασταν μικρές πιστεύαμε, πως μόνο οι άνθρωποι που γερνούν φεύγουν...
-Ε, ναι!
-Δυστυχώς δεν είναι πάντα έτσι. Ξαφνικά μετά από μερικά χρόνια, κάποιο καλοκαίρι δεν έμοιαζε με τα άλλα που ξέραμε.
-Τι, όλα τα καλοκαίρια ίδια ήταν;
-Ναι! Με το που έκλειναν τα σχολεία, πηγαίναμε κατευθείαν στο χωριό. Ο παππούς μου ήταν καπνοπαραγωγός και εμείς τον βοηθούσαμε.
-Δουλεύατε;
-Δουλεύαμε, τι να σου πω! Δεν προσφέραμε και πολλά, αλλά κάτι κάναμε κι εμείς. Καθαρίζαμε ας πούμε το σπίτι, μαγειρεύαμε κατιτίς για το μεσημέρι, σκουπίζαμε την αυλή, ποτίζαμε τον μπαχτσέ, και περιμέναμε να έρθουν από το χωράφι. Το σκηνικό καθημερινό. Ίδιο. Ερχόντουσαν μετά και αρχίζαμε την δουλειά. Βελόνιασμα και άγιος ο θεός!
-Γιατί;
-Η γιαγιά μου συνήθως νύσταζε από την κούραση και ο παππούς νευρίαζε.
-Γιατί , αυτός δεν κουραζόταν;
-Όχι! Ποτέ. Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν δεν ξεκίνησε όπως τα άλλα. Υπήρχε ένα γεγονός που σημάδεψε την αρχή του. Ήταν άρρωστη η αδερφή του πατέρα μου. Είχατε το ίδιο όνομα ξέρεις. Και ξαφνικά μια μέρα ο παππούς, μας είπε πως δεν δουλεύουμε σήμερα γιατί φεύγουμε για την πόλη. Η αδερφή μου που ήταν λίγο πιο μεγάλη, κάτι είχε καταλάβει. Εγώ όμως όχι. Δεν φαντάστηκα φυσικά τι θα συμβεί. Δεν ήξερα. Η γιαγιά μου άλλα μου είχε πει. Που να ήξερα τι θα ζήσουμε; Όταν φτάσαμε στο σπίτι μας είχε μαζευτεί τόσος κόσμος στην αυλή, σαν να γινόταν γάμος.
Πού είχαμε δει τόσο κόσμο μαζεμένο νομίζεις; Και ήρθε ο πατέρας μου και αγκάλιασε τον παππού και θυμάμαι πως τον έσφιγγε δυνατά. Σαν βοήθεια. Ναι βοήθεια ζητούσε.
-Σαν τα πουλιά πριν πέσει το κλαδί.
-Ακριβώς έτσι! Ήταν αδύνατον όμως να τον βοηθήσουν, ό,τι κι αν έκαναν γιατί η θεία ήταν πολύ άρρωστη. Και ξέρεις; Ζούσε ο πατέρας της ακόμα. Το πιστεύεις;
-Το γέρικο κλαδί. Φοβερό! Και;
-Και μετά έγιναν πράγματα που δεν τολμώ να σου πω, γιατί και η θύμηση τους μόνο, πονάει τόσο!
-Δηλαδή, ήσασταν εκεί όταν έφυγε; Μη κλαις!
-Δεν μπορώ! Πονάω!
-Ακόμα;
-Ακόμα αγάπη μου, γιατί δεν ήταν η τελευταία φορά που είδα τόσο κόσμο στην αυλή μας.
-Γιατί;
-Νομίζεις πως ξέρω; Δεν ξέρω! Μόνο ότι μου λείπουν ξέρω. Και αυτό ήταν πιο έντονο όταν σε γεννούσα. Νόμιζαν πως έκλαιγα από πόνο και εγώ σκεφτόμουν ποιοι θα ήθελα να σε πάρουν αγκαλιά και δεν γίνεται .
-Και μετά;
-Η ζωή μας συνεχιζόταν όπως όλων, μέχρι την επόμενη πληγή. Και κάθε φορά νόμιζα πως ήταν πιο δύσκολο.
-Γιατί;
-Γιατί όσο μεγαλώνει ο καθένας μας, μαθαίνει να ξεχωρίζει την αγάπη από την συνήθεια.
-Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι που δεν αγαπιούνται μεταξύ τους; Κι ας είναι οικογένεια;
-Ναι πολλοί. Όσο θα μεγαλώνεις, θα βλέπεις σιγά-σιγά, πως πολλοί λέγονται «οικογένεια», ίσως από ανάγκη, ίσως από συμφέρον, ίσως...
-Άρα, δεν πονούν όλοι όταν φεύγει κάποιος;
-Ναι, κάπως έτσι.
-Εσύ γιατί δεν ξεχνάς;
-Δεν γίνεται!
-Γιατί;
-Τι λες παιδί μου; Πώς να ξεχάσω και γιατί; Τί θα ήμουν νομίζεις χωρίς το πέρασμα αυτών των ανθρώπων από την ζωή μου; Τί θα ήμουν αν δεν είχα προλάβει να τους γνωρίσω; Να τους αγαπήσω; Τι; Έτσι φτιάχνει κάθε παιδί τον χαρακτήρα του. Γνωρίζοντας και μελετώντας τους γονείς και τους συγγενείς του. Και όση περισσότερη αγάπη πάρει, τόση αγάπη θα μπορεί να δώσει. Περίσσια αγάπη.
-Και εσύ πήρες πολύ αγάπη;
-Ναι!
-Ήταν γεμάτο το κτήμα σας, ε;
-Μεγάλο!
-Τώρα κατάλαβα ποια ήταν η μηλίτσα που αγαπούσες και έκλαιγες . Η θεία σου ε;
-Όχι, δεν ήταν η θεία μου. Αυτή την ιστορία θα στην πω κάποια άλλη φορά.
-Το υπόσχεσαι;
-Σίγουρα!
-Και είναι και η μηλίτσα σου, ένας από τους αγγέλους που μας ακολουθούν;
-Ναι και αυτή!
-Εσύ την αγαπούσες πιο πολύ από όλους ;
-Νομίζω. Ή έτσι θέλω να πιστεύω.
-Και πώς μπορείς και τους έχεις όλους κοντά σου;

-Μη ξεχνώντας τους ίσως. Ή μπορεί να βλέπουν πως δεν έχω κανέναν άλλο δίπλα μου. Δεν ξέρω!
-Και νοιώθεις ασφάλεια έτσι;
-Βέβαια! Δεν φοβάμαι πια. Τώρα ξέρω.
-Τι έμαθες δηλαδή;
-Να μη φοβάμαι την ζωή.
-Γιατί;
-Είναι απλό. Δεν φοβάμαι την ζωή, γιατί δεν υπάρχει θάνατος! Και ένας να με έχει αγαπήσει θα ζω. Εγώ ή το σώμα μου, δεν έχει σημασία. Κάτι έκανα και εγώ εδώ!
-Και εγώ;
-Εσύ, να μάθεις να πιστεύεις, πως μόνο καλό κάνει η αγάπη.
-Πως;
-Θα σου δείξω εγώ!
-Έφαγα!
-Το είδα!
-Με είδαν και άγγελοι;
-Δεν είναι κοντά σου, για να βλέπουν μόνο αν τρως.
-Το ξέρω πλάκα σου κάνω.
-Για αυτό σε αγαπάω.
-Και εγώ!

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved