Μια ιστορία Ζωής: «Τα λόγια του γυναικολόγου έφτασαν στα αυτιά της σαν καταδίκη. Πέντε μηνών έγκυος σε δίδυμη κύηση!»

To Mothersblog με αφορμή τα γενέθλιά του που θα γιορτάσει στις 10 Απριλίου (save the date), θα δημοσιεύει ιστορίες γυναικών που βρήκαν στήριξη στην ΑΓΚΑΛΙΑ, τον Σύλλογο Προστασίας Αγέννητου Παιδιού που επέλεξε να στηρίξει φιλανθρωπικά, θέλοντας να ανοίξει και τη δική του αγκαλιά σε αυτές τις μαμάδες που μεγαλώνουν με δυσκολία τα παιδιά τους!

Μία Μαμά
Μια ιστορία Ζωής: «Τα λόγια του γυναικολόγου έφτασαν στα αυτιά της σαν καταδίκη. Πέντε μηνών έγκυος σε δίδυμη κύηση!»

Διαβάστε την ιστορία της Αριστέας

Το ξυπνητήρι χτύπησε στις έξι και η Αριστέα αναδεύτηκε στο κρεβάτι της. Ξημέρωνε. Έξω από το παράθυρό της, ο ουρανός άπλωνε στον ορίζοντα πορτοκαλί και γαλάζια χρώματα και η ήλιος ζέσταινε δειλά την ημέρα. Η κοπέλα έριξε μια ματιά στα διδυμάκια που κοιμόντουσαν πλάι της. Με κινήσεις αργές σηκώθηκε και τα σκέπασε καλύτερα.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων κι είχε αρκετές δουλειές που έπρεπε να προλάβει. Το μεσημέρι περίμενε την Νίκη από τον Πύργο. Στη σκέψη της αδερφής της χαμογέλασε. «Αχ τι καλά που η Νίκη είχε αποφασίσει να έρθει από τον Πύργο!» Πόσο καιρό είχε αλήθεια να τη δει; Από το καλοκαίρι. Από τότε που γεννήθηκαν τα μωρά. Και πιο πριν; Πιο πριν είχαν συναντηθεί στο νοσοκομείο, μα είχαν περάσει κιόλας δυο χρόνια...

Η Αριστέα συννέφιασε. Πριν δυο χρόνια όλα ήταν δύσκολα. Χειρουργείο στο κεφάλι, τοποθέτηση βαλβίδας και σαν να μην έφτανε αυτό, μόλις συνήλθε από την νάρκωση, το σώμα της την εγκατέλειψε. Όλοι την εγκατέλειψαν. Έτσι ένιωθε η Αριστέα.
Τις πρώτες μέρες δεν είχε όρεξη για τίποτα, δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Γιατροί πήγαιναν, ερχόντουσαν, ψιθύριζαν, αποφάσιζαν ερήμην της. Ε και; Η Αριστέα δεν τους πρόσεχε. Μοναχά τη φωνή της γριάς από το διπλανό κρεβάτι πρόσεχε. Μουρμούριζε συνεχώς γιατί διάβαζε! Στο κομοδίνο της υπήρχαν σωροί από βιβλία. Κλασική λογοτεχνία, ποίηση, φιλοσοφία. Η Αριστέα θύμωνε. Τι τα θέλε τόσα βιβλία μεγάλη γυναίκα; Δεν ήξερε γιατί, αλλά της έφταιγε και αυτό. Καθηλωμένη στο αναπηρικό της καροτσάκι αισθανόταν αδύναμη και ήθελε οπωσδήποτε κάπου να ξεσπάσει. Ήταν μόνο 29 χρονών και ένιωθε πως στα ασάλευτα πόδια της βάραινε η αδικία όλου του κόσμου!

«Καλύτερα να αδικείσαι, παρά να αδικείς», ψιθύρισε απρόσμενα ένα πρωινό η γριά και η Αριστέα της έριξε μια σουβλερή ματιά.

«Τι είναι αυτές οι μπούρδες που λες κυρά Σοφία;»
«Δεν τα λέω εγώ μάτια μου, ο Σωκράτης τα λέει!»
Η Αριστέα δεν απάντησε. Σε είκοσι μέρες επέστρεψε στο σπίτι και η ζωή συνέχισε το δικό της μονοπάτι. Μαζί και η ίδια. Μοναχά που τώρα εκείνη βιαζόταν. Σαν να την τραβούσε ο καιρός από το μανίκι ένιωθε πως δεν προλάβαινε να κάνει αυτά που ονειρευόταν. Γιατί τι είχε ζήσει μέχρι τότε; Καταπίεση και φωνές. Έναν πατέρα αυστηρό, μια μητέρα άβουλη και τη Νίκη. Μια αδερφή που αγαπούσε τόσο, μα έμενε μακριά.
Άρχισε φυσικοθεραπείες και μόλις ανάρρωσε ξεκίνησε να βγαίνει. Πότε με τη μια παρέα, πότε με την άλλη μα πάντα σαν τον κλέφτη. Μη τυχόν και μάθει τίποτα ο πατέρας.
Η Αριστέα αναστέναξε. Ποτέ δεν άντεχε τον πατέρα της. Δεν άντεχε τον τρόπο, τη ματιά του. Κυρίως τη ματιά του! Κυρίως το καλοκαίρι που γνώρισε τον Γιώργο.

Ήταν Ιούλιος και η ίδια νόμιζε πως, αυτή τη φορά, το καλοκαίρι είχε έρθει μοναχά για εκείνη. Έκαιγε ο ήλιος αλλιώτικα, δρόσιζε η θάλασσα αλλιώτικα και οι μέρες του - μέρες ανέμελες και ερωτευμένες- φάνταζαν γεμάτες φιλιά και αλμύρα.

Από το Σεπτέμβρη και μετά, η Αριστέα είχε καθυστέρηση αλλά δεν έδωσε σημασία. Ποτέ δεν ήταν σταθερός ο κύκλος της, ποτέ δεν ήταν τίποτα σταθερό στη ζωή της.
Τον Δεκέμβρη της μπήκαν υποψίες. Ένιωθε κάτι τραβήγματα, κάτι πονάκια. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι της συμβαίνει, αλλά δεν ήθελε να το συζητήσει ακόμη με κανέναν. Ωστόσο, τον Φλεβάρη, τα λόγια του γυναικολόγου έφτασαν στα αυτιά της σαν καταδίκη.

«Πέντε μηνών έγκυος σε δίδυμη κύηση!»
Της ήρθε λιποθυμία. Κάθισε ξέπνοη στην καρέκλα και ο γιατρός τη λυπήθηκε.
«Τι θέλεις να κάνουμε Αριστέα; Θέλεις να διακόψουμε αυτή τη τόσο προχωρημένη εγκυμοσύνη; Θα μπορούσαμε αφού αντιμετωπίζεις και πρόβλημα υγείας»
Σήκωσε το κεφάλι τρομαγμένη. Όχι δεν ήθελε! Σαφώς και δεν ήθελε! Φόρεσε το παλτό της και κίνησε να φύγει. Θα επέστρεφε σπίτι της και θα τηλεφωνούσε στον Γιώργο. Άδικος κόπος! Ο Γιώργος, εκείνο το βράδυ, δεν τής χαλάλισε παρά τρεις λέξεις μοναχά.

«Θα αστειεύεσαι φυσικά!»
Ήταν η πρώτη του κουβέντα. Πρώτη και τελευταία. Η Αριστέα δεν ξανάκουσε τη φωνή του. Κι αν την άκουγε δεν την αναγνώριζε. Όπως δεν αναγνώριζε ούτε τον ίδιο. Ο δικός της Γιώργος είχε χαθεί από τη μια στιγμή στην άλλη και εκείνη είχε μείνει μόνη, καθηλωμένη σε μια θέση δύσκολη, όπως τότε στο αναπηρικό καροτσάκι.

«Καλύτερα να αδικείσαι, παρά να αδικείς...»
Τα λόγια της γιαγιάς Σοφίας ήχησαν απρόσμενα στα αυτιά της. Πού να ήταν τώρα η γιαγιά; Τι θα έλεγε για όλα αυτά; Τι έλεγαν στ’ αλήθεια τα πάμπολλα βιβλία της;
Η Αριστέα είχε μονάχα αδικηθεί και δεν είχε αδικήσει κανέναν. Κανέναν εκτός από τη Σοφία. Στο νοσοκομείο την περιφρονούσε και όταν η αδερφή της έπιανε κουβέντα μαζί της, θύμωνε. Ωστόσο τώρα, θα ήθελε πολύ να την έβλεπε. Σήκωσε ξανά το ακουστικό, κάλεσε τη Νίκη και όταν η αδερφή της απάντησε, σκούπισε τα μάτια της βιαστικά.

«Είμαι έγκυος! Πέντε μηνών και όλοι λένε πως είναι αργά. Τι εννοούν αργά Νίκη; Θέλω να βρεις την κυρία Σοφία και να την ρωτήσεις. Τι εννοούν αργά; Σε ποιο μήνα δημιουργείται η ψυχή; Πόσο σώμα χρειάζεται για να το κατοικήσει; Μισό εκατοστό; Ένα; Δέκα; Τι λένε τα σοφά βιβλία της;»
Έκλεισε το τηλέφωνο και ξέσπασε σε κλάματα. Μετά σήκωσε με πείσμα το κεφάλι και αποφάσισε να παλέψει. Έκρυψε από όλους την εγκυμοσύνη της μέχρι τη στιγμή που ο πατέρας της το κατάλαβε και την έδιωξε από το σπίτι. Αλλά δεν την ένοιαζε. Είχε τη Νίκη που της έδινε κουράγιο, που βρήκε ένα σύλλογο στην Αθήνα και τους ενημέρωσε για την κατάστασή της.

«Αγκαλιά» τον έλεγαν και η Αριστέα, από εκείνη τη στιγμή, ήταν σε καθημερινή επαφή μαζί τους. Για ψυχολογική υποστήριξη, νομικές συμβουλές, για την ανάγκη μιας ανθρώπινης φωνής που της έλεγε απλώς να μη φοβάται.
Και δεν φοβόταν. Όταν γέννησε, φιλοξενήθηκε από μία θεία μέχρι η μητέρα της να βρει και να της νοικιάσει το σπίτι που έμενε. Κατόπιν βρήκε δουλειά. Τέσσερις ώρες μοναχά που κάποια στιγμή θα τις έκανε οκτώ. Μέχρι τότε όμως, είχε την «Αγκαλιά»! Πάνες, γάλατα, τρόφιμα, ρούχα, μωρουδιακή προίκα. Η Αριστέα ένιωθε αισιόδοξη!

Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε όταν όλα ήταν έτοιμα. Επιτέλους είχε έρθει η Νίκη!
Ωστόσο, πίσω από εκείνη, ξεχώριζε μια φιγούρα οικεία. Άσπρα μαλλιά, μάτια φωτεινά και κείνο το βάδισμα. Το βάδισμα το ιδιαίτερο της κυρίας Σοφίας! Η Αριστέα άνοιξε διάπλατα την πόρτα και απέμεινε να κοιτάει δακρυσμένη.

Εκείνη τη μέρα, τη μέρα των Χριστουγέννων, η αδερφή της επιφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη. Η Νίκη είχε βρει και είχε φέρει τη γιαγιά Σοφία! Και σαν ήρθε το βράδυ και βάλανε τα μωρά για ύπνο, καθίσαν στη στολισμένη σάλα γύρω από την ηλεκτρική σόμπα.

Τα κορίτσια με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, η κυρία Σοφία με τη ζεστή της σοκολάτα. Άχνιζε η κούπα της και θόλωνε τα κοκάλινα γυαλιά της. Άχνιζαν τα βλέμματα των κοριτσιών και θόλωναν τα τζάμια. Τι γλυκιά νύχτα η αποψινή! Και αυτή σόμπα... Πώς τους ζέσταινε έτσι αυτή η σόμπα; Σκέψεις και λόγια κόλλησαν κοντά της και άξαφνα οι τρεις γυναίκες σώπασαν. Ήταν η στιγμή που η Νίκη βρήκε το θάρρος να ρωτήσει.

«Πότε γεννιέται μια ψυχή κυρία Σοφία; Πότε είναι αργά; Πότε είναι άδικο;...»
Δεν είπε τι ήταν άδικο, ωστόσο δεν αναρωτήθηκε καμιά. Η γιαγιά Σοφία παρέμεινε σιωπηλή. Δεν ήξερε τι να απαντήσει, μα δεν χρειαζόταν κιόλας. Το μόνο που ήξερε ήταν πως πάντα ήταν άδικο και το άδικο βάραινε περισσότερο τον αφέντη του.
«Καλύτερα να αδικείσαι, παρά να αδικείς...», ψιθύρισε κι έπειτα -σαν να θυμήθηκε ξαφνικά- γύρισε και αντίκρισε την Αριστέα.

«Ποιος το είπε αυτό μικρή μου;»
Η Αριστέα ήπιε μονορούφι το κρασί της κι άφησε το ποτήρι στο τραπεζάκι.
«Ο Σωκράτης, γιαγιά!», είπε δυνατά
Η κυρία Σοφία κοίταξε έξω από το παράθυρο.
«Ναι ο Σωκράτης. Μα πάνω από όλους ο Χριστός. Πάνω από όλους το ‘πε ο Χριστός, μάτια μου!»

*Η ιστορία είναι βασισμένη σε πραγματικό περιστατικό του Συλλόγου «Η Αγκαλιά»

Γράφει η Εθελόντρια Μαρία Χίου

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved