Ο Διονύσης Σαββόπουλος που τραγουδούσε στα παιδιά μας χωρίς να το ξέρει

Αν ακούς «Συννεφούλα» και χαμογελάς, αυτό το κείμενο είναι για σένα.

Από μικρή, θυμάμαι το ραδιόφωνο στο σπίτι να παίζει Διονύση Σαββόπουλο. Δεν ήμουν σίγουρη τότε αν καταλάβαινα τους στίχους, αλλά ήξερα πως κάτι μέσα μου άνοιγε, σαν ένα μικρό παράθυρο στο φως. Το αγαπημένο μου τραγούδι ήταν — και παραμένει — το «Τι έπαιξα στο Λαύριο». Πόση αλήθεια, πόσο χιούμορ και πόσο παιδική αθωότητα χωράει σε έναν στίχο… Σαν να έγραφε για όλους μας, μικρούς και μεγάλους, που ψάχνουμε να κρατήσουμε λίγο από το παιδί μέσα μας.

Μεγαλώνοντας, η ζωή μού έκανε ένα απίστευτο δώρο: κάπου γύρω στο 2004, βρέθηκα να του παίρνω συνέντευξη. Πήγα στο σπίτι του, κάπου στο Ψυχικό ή τη Φιλοθέη (αν δεν με απατά η μνήμη μου). Θυμάμαι το φως να μπαίνει από τα μεγάλα παράθυρα, το πιάνο σε μια γωνιά και εκείνον — ευγενικό και ήρεμο, να μου μιλάει. Όταν έφυγα, ένιωθα γεμάτη. Γεμάτη χαρά (ήθελα να τσιρίξω), αλλά και ευγνωμοσύνη — γιατί είχα συναντήσει έναν άνθρωπο που πάντα θαύμαζα.

Τα χρόνια πέρασαν. Το 2010 έμαθα ότι θα γίνω μαμά. Και κάπως έτσι, οι μελωδίες του Διονύση Σαββόπουλου ξαναμπήκαν δυνατά στη ζωή μου. Έβαζα τα ακουστικά στην κοιλιά μου και τραγουδούσα στην μπέμπα μου — ναι, από τότε που ήταν ακόμα εκεί μέσα. Ήθελα να γνωρίσει από νωρίς εκείνον τον ήχο, εκείνη τη γλύκα της φωνής του, τις εικόνες που ξεδιπλώνονταν μέσα από τους στίχους του. Όταν γεννήθηκε, ανάμεσα στους ήχους του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, του Μίκη Θεοδωράκη και του Γρηγόρη Μπιθικώτση, υπήρχε πάντα και η γνώριμη φωνή του Διονύση Σαββόπουλου.

Τα τραγούδια του έγιναν μέρος της καθημερινότητάς μας. Θυμάμαι τα μικρά μας πάρτι στο σαλόνι — εκείνη να χοροπηδάει πάνω στον καναπέ, κι εγώ να σιγοτραγουδάω μαζί της άλλοτε τη «Συννεφούλα», άλλοτε τον «Κόκορα (Ο κόκορας ξυπνάει)», άλλοτε το «Ας κρατήσουν οι χοροί» και άλλοτε το «Και τι ζητάω!».

Η μουσική του είχε κάτι το παρηγορητικό, το οικείο — σαν να σου λέει «όλα θα πάνε καλά, η ζωή είναι κύκλος, και η χαρά πάντα βρίσκει δρόμο».

Στον βρεφονηπιακό σταθμό, η κόρη μου άκουγε κι εκεί τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου. Η κυρία Αλέκα και η κυρία Γεωργία είχαν φτιάξει ένα ολόκληρο μουσικό πρόγραμμα γύρω από σπουδαίους Έλληνες δημιουργούς. Και κάπως έτσι, μέσα από παιδικά χεράκια που χτυπούσαν παλαμάκια, και φωνούλες που προσπαθούσαν να πουν τους στίχους, συνέχιζε να ζει ένας ολόκληρος κόσμος πολιτισμού. Δεν ήταν απλώς παιδικά τραγούδια — ήταν μαθήματα ζωής.

Γιατί αυτό ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ένας τραγουδοποιός που έβλεπε τη μουσική σαν έναν καθρέφτη του κόσμου — άλλοτε σατιρικό, άλλοτε τρυφερό, άλλοτε παιδικό μα πάντα ανθρώπινο. Είχε τη μοναδική ικανότητα να γράφει τραγούδια που μπορούσαν να ακουστούν από μια παρέα φοιτητών, από έναν γονιό στο αυτοκίνητο, ή από ένα παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο.

Η μουσική του, ειδικά τα τραγούδια που αγγίζουν την παιδικότητα, έχουν μέσα τους ένα είδος «καθαρού παιχνιδιού». Η Συννεφούλα, για παράδειγμα, με την απλότητα και τη μελωδία της, είναι ένα τραγούδι που μπορεί να το τραγουδήσει ένα παιδί, να το αγαπήσει ένας έφηβος και να συγκινηθεί ένας ενήλικας. Όπως και το «Ας κρατήσουν οι χοροί» ή το «Τι έπαιξα στο Λαύριο».

Αυτά τα τραγούδια έγιναν γέφυρα. Γέφυρα ανάμεσα σε γενιές. Ανάμεσα σε εμένα και το παιδί μου. Ανάμεσα σε κάθε γονιό και το παιδί που ήμασταν κάποτε.

Πολλές φορές σκέφτομαι πως η μουσική του Διονύση Σαββόπουλου έχει κάτι το μαγικό — δεν μεγαλώνει ποτέ. Όπως και οι στίχοι του, που μπορεί να γράφτηκαν δεκαετίες πριν, κι όμως κουβαλούν μια ζωντάνια που μοιάζει σημερινή. Είναι σαν να αναπνέουν μαζί μας, να μας θυμίζουν κάθε φορά πως η ζωή δεν είναι παρά ένας διαρκής κύκλος από ήχους, λέξεις και όνειρα. Και ίσως αυτό να είναι τελικά το πιο όμορφο δώρο που μας άφησε: πως δεν χρειάζεται να σταματήσουμε ποτέ να ονειρευόμαστε. Πως το παιδί μέσα μας μπορεί —και πρέπει— να συνεχίσει να τραγουδάει.

Η κόρη μου μεγάλωσε — και τώρα, όταν ακούει κάποιο τραγούδι του, χαμογελάει και το σιγοτραγουδάει. Και νιώθω πως ένα κομμάτι εκείνης της εποχής, εκείνης της πρώτης μας επαφής, ζει ακόμα ανάμεσά μας. Γιατί η μουσική έχει αυτή τη μαγική ιδιότητα: να κρατάει ζωντανές τις στιγμές.

Κάθε φορά που ακούω τη φωνή του, είναι σαν να ξαναπαίρνει ζωή το παλιό κασετόφωνο που είχε η γιαγιά μου στην κουζίνα, τα παιδικά μου χρόνια, το πρώτο μου καλοκαίρι με μουσική στα αυτιά, οι πρώτες κλωτσιές της μικρής μου μέσα στην κοιλιά ακόμη. Και σκέφτομαι πόσο τυχερή είμαι που αυτός ο σπουδαίος τραγουδοποιός υπήρξε στη ζωή μας και στις αναμνήσεις μας.

Ένας άνθρωπος-ήχος, ένας ποιητής με κιθάρα, ένας παραμυθάς που μιλούσε και στα παιδιά και στους μεγάλους. Ένας δημιουργός που έγραψε για τον Καραγκιόζη, μα στην πραγματικότητα έγραφε για όλους εμάς — για τις αντιφάσεις, τα όνειρα, τα «τρώει» και τα «σώζει» της ζωής μας.

Σήμερα, που εκείνος δεν είναι πια εδώ, μένουν οι στίχοι του να μας θυμίζουν ότι ονειρευόμαστε ακόμα. Ότι, όσο υπάρχουν άνθρωποι που τραγουδούν τις λέξεις του στα παιδιά τους, όσο υπάρχουν σχολεία και παιδικοί σταθμοί που παίζουν τις μελωδίες του, εκείνος θα είναι πάντα εδώ.

Μαζί μας. Στις φωνές των παιδιών μας. Στις μνήμες μας. Στην καθημερινή μουσική της ζωής μας.

Κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει, είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη.

Ίσως τελικά, αυτή να είναι η πιο όμορφη ευχή που μπορούμε να του χαρίσουμε: Να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε.

Και να τραγουδάμε.

Θα κλείσω με το αγαπημένο μου τραγούδι: Τι έπαιξα στο Λαύριο

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
Στην αγορά στο λαύριο
Είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά
Κι όλο φοβάμαι το αύριο

Πώς να κρυφτείς απ' τα παιδιά
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα
Και μας κοιτάζουν με ματιά σαν κι αυτά
Όταν ξυπνούν στις δύο ή ώρα

Ζούμε μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει
Σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
Μα ο χρόνος ο αληθινός
Σα μικρό παιδί είναι εξόριστος
Μα ο χρόνος ο αληθινός
Είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά
Μα ούτε και στους μεγάλους
Είναι καιρός που έχω μάθει ξαφνικά
Πώς είμαι ασχημοπαπαγάλος

Πώς να τα κρύψεις όλα αυτά
Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλοι
Και σε κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά
Όταν γυρνάς μέσα στην πόλη

Ζούμε μέσα σ' ένα όνειρο που τρίζει
Σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας
Μα ο χρόνος ο αληθινός
Σα μικρό παιδί είναι εξόριστος
Μα ο χρόνος ο αληθινός
Είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός

Καλό ταξίδι στο Φως!

© 2012-2025 Mothersblog.gr - All rights reserved