Το παραμύθι της εβδομάδας: «Ενας καρχαρίας ... χορτοφάγος»!

«Εντάξει. Ήρθε το καλοκαίρι. Αυτό το καταλάβαμε. Και δεν έχουμε σχολείο. Κι αυτό το καταλάβαμε ακόμη καλύτερα! Διακοπές όμως θα αργήσουμε να φύγουμε. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα».

Το παραμύθι της εβδομάδας: «Ενας καρχαρίας ... χορτοφάγος»!

Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου

Αυτά σκεφτόταν ο Δήμος, μπορεί να τα έλεγε και φωναχτά κιόλας, αλλά πολύ λίγο τον πείραζε ακόμη κι αν τον άκουγε κάποιος. «Το θέμα δεν είναι αν με ακούνε , το θέμα είναι να με καταλαβαίνουν κιόλας!».
Γιατί ποιος μεγάλος θα μπορούσε να καταλάβει τι περνούσε ο Δήμος κάθε καλοκαίρι; «Ααααχχχ...» , αναστέναζε ολοένα, τουλάχιστον δηλαδή όσο η μαμά και ο μπαμπάς ήταν στη δουλειά. Μετά, ήταν η σειρά της μαμάς να αναστενάζει από τις τόσες δουλειές που είχε να κάνει μόλις έμπαινε στο σπίτι.
Βλέπετε, ο Δήμος ήταν ο «μεγάλος αδελφός». Κατά την άποψή του, παραήταν μεγάλος, αφού πια θα πήγαινε στο Γυμνάσιο. Είχε όμως και μια μικρή αδελφή, τη Λήδα, που τώρα θα πάει στην πρώτη Δημοτικού.

fish30


Από όταν μπήκε λοιπόν στη ζωή του η Λήδα, πριν έξη χρόνια, την αγάπησε πάρα πολύ. Ήταν τόση δα μικρούλα, με ροδαλή επιδερμίδα, κάτι απίθανα μικρούτσικα πατουσάκια και γεμάτη νάζια. Κι εκείνη τον λάτρεψε! Τα καλύτερά της χαμόγελα ήταν μόνο για το Δήμο, αυτός έπαιρνε τις περισσότερες αγκαλιές και τα πιο μελένια φιλιά της, κι όταν άρχισε να περπατά, πήγαινε παντού μαζί του. Μπροστά ο Δήμος και πίσω η Λήδα.
Μόνο όταν μελετούσε ο Δήμος, η μαμά φρόντιζε να απασχολεί τη Λήδα με κάτι άλλο, για να μην τον ενοχλεί. Στην αρχή, η μικρή του αδελφή είχε διαμαρτυρηθεί κλαίγοντας, αλλά μετά κατάλαβε πως πολύ λίγη ώρα κρατούσε αυτή η περιβόητη «μελέτη» του Δήμου, και μετά ήταν πάλι δικός της, να κάνουν μαζί ένα σωρό τρέλες και παιχνίδια. Σιγά – σιγά, το συνήθισε. Τον έστελνε μάλιστα αυτή πρώτη να διαβάσει τα μαθήματά του, πριν καν του το πει η μαμά, για να προλάβει να τελειώσει νωρίς και να παίξουν λίγο ακόμη πριν κοιμηθούν.
Τα μόνα πράγματα που τον ενοχλούσαν αφόρητα τον Δήμο, όλα αυτά τα χρόνια που ήταν η Λήδα στη ζωή του, ήταν οι κούκλες της και τα κοτσιδάκια της. Η μικρή ήταν ικανή να γεμίσει το κρεβάτι του με τα «μωρά της», όπως έλεγε τις κούκλες της, τα ρουχαλάκια τους, τα πιάτα και τα κουταλοπήρουνά τους, κι ένα σωρό άλλα μπιχλιμπίδια που συνήθως τα ξεχνούσε εκεί κι ο Δήμος έπρεπε να τα μαζέψει μοναχός του αν ήθελε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του. Όσο για τα κοτσιδάκια της, αυτά πια θα τον τρέλαιναν κάποια μέρα!

fish30

Γιατί η Λήδα επέμενε να της φτιάχνουν τα κοτσίδια της όμορφα πολύ, αλλά κουνούσε διαρκώς το κεφάλι της πέρα – δώθε κι αυτά χαλούσαν, κι ολοένα τα ξανάφτιαχναν από την αρχή. Αυτό από μόνο του κακό δεν ήταν, αλλά επειδή οι μεγάλοι την βαριούνταν εύκολα, το καθήκον περνούσε – με νάζι είναι η αλήθεια- πάλι στον «μεγάλο αδελφό». Ε,δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο να χτενίζεις κάθε λίγο και λιγάκι τις ατίθασες μπούκλες της αδελφής σου, πώς να το κάνουμε!
Η αρχή του καλοκαιριού, δεν ήταν πάντα δύσκολη, τουλάχιστον όχι τα πρώτα χρόνια που η Λήδα ήταν μωρό και την φρόντιζε η κυρία Ρούλα. Μετά όμως, η κυρία Ρούλα ξαναγύρισε στο χωριό, το χωράφι και το γκρινιάρη γάιδαρό της, και τα δύο αδέλφια έμεναν μαζί στο σπίτι, ώσπου να γυρίσουν οι γονείς τους από την δουλειά.
Στην αρχή ο Δήμος καμάρωνε γι' αυτό το καινούριο καθήκον που είχε αναλάβει, το να προσέχει δηλαδή την μικρή του αδελφή όσο ήταν μόνοι τους. Πίστευε πως αυτό τον έκανε να μεγαλώσει ακόμη γρηγορότερα. Και, επειδή οι γονείς του δεν έχαναν ευκαιρία να τον επαινούν για το πόσο «ώριμο» αγόρι ήταν και πόσο «άξιος και ικανός», αλλά κι επειδή είχαν ένα σωρό πράγματα να κάνουν με τη Λήδα τώρα που κι αυτή μεγάλωσε λιγάκι, καθόλου δεν διαμαρτυρόταν.
Όμως, μερικές φορές αυτό δεν ήταν και τόσο εύκολο. Η Λήδα μεγάλωνε, ήθελε να πηγαίνει στις κούνιες – πράγμα που τους απαγορευόταν για τις ώρες που ήταν μόνοι τους-, να καλεί φιλενάδες της να παίζουν μαζί – όταν ο Δήμος αποξεχνιόταν μπροστά στον υπολογιστή του-, να βλέπει στην τηλεόραση τα δικά της προγράμματα – που καθόλου δεν του άρεσαν εκείνου ακόμη κι όταν ήταν πιο μικρός, κι ένα σωρό άλλα τέτοια. Κοντά σε όλα αυτά, άρχισαν και να τσακώνονται μερικές φορές, πράγμα που κατέληγε σε έντονες διαμαρτυρίες και από τους δύο προς τη μαμά, και τελικά αρκετή ώρα κήρυγμα από τη μαμά για τις συμπεριφορές τους.
Το μισό περσινό καλοκαίρι το πέρασαν λοιπόν καβγαδίζοντας, τη μια γιατί η Λήδα ήθελε πατάτες τηγανητές που ο Δήμος ούτε ήξερε να φτιάχνει ούτε του επιτρεπόταν και να το κάνει για να μην πάθουν κανένα ατύχημα, την άλλη γιατί η μικρή βαριόταν να παίζει μόνη της με τις κούκλες της κι ήθελε κάποια άλλη σκανταλιά να κάνουν, τέτοια πράγματα δηλαδή.
Φέτος ο Δήμος δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το ξαναπεράσει αυτό. Κι έστυβε το κεφάλι του να βρει έναν τρόπο να περνούν τις ώρες τους όσο πιο εύκολα και χαρούμενα γινόταν. Όταν το μοιράστηκε αυτό με τον μπαμπά, εκείνος είχε την ιδέα πως, αν κρατούσε τη Λήδα απασχολημένη με κάτι που θα της άρεσε, ίσως να μην είχαν πια αψιμαχίες και να εύρισκε κι ο Δήμος λίγο χρόνο για τα πράγματα που του άρεσαν κι εκείνου. Αλλά το τι ήταν αυτό που θα άρεσε στη μικρή του κόρη, δεν μπόρεσε να το πει.

fish30


Ο Δήμος όμως κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Ξέροντας πως στη Λήδα άρεσε πάρα πολύ να ζωγραφίζει, παρακάλεσε τη μαμά να τους πάρει καινούρια πινέλα και νερομπογιές κι ένα σωρό χρωματιστούς μαρκαδόρους, και στρώθηκε στη δουλειά.
Κάθε πρωί λοιπόν, έλεγε στη Λήδα και μια μικρή, φανταστική και εντελώς από το μυαλό του ιστορία. Πότε της μιλούσε για κάστρα και βασιλιάδες, πότε για ακρογιαλιές και κοχύλια, μεγάλα καράβια με πανιά και πειρατές, πριγκήπισσες και νεράιδες. Κι από ότι της έλεγε, της ζωγράφιζε σε μερικά χαρτιά και κάτι σχετικό.
Έτσι, από την κάθε μια ιστορία που της έλεγε, έφτιαχνε με μολύβι δυο-τρεις ζωγραφιές, όσο καλύτερα μπορούσε δηλαδή, και την έβαζε να τις χρωματίζει. Η Λήδα ήταν ενθουσιασμένη, και με κάθε μολυβιά έλεγε και την δική της εκδοχή της ιστορίας, τροποποιούσε λίγο και τις ζωγραφιές και το πρωινό περνούσε και όμορφα και ήρεμα και δημιουργικά.
Ε, αυτό πια το καμάρωνε περισσότερο από όλα ο Δήμος, το ότι κατάφερε δηλαδή να μην τσακώνονται, να μην βαριούνται και κυρίως να μην καταλαβαίνουν πότε περνά η ώρα κι έρχεται το απόγευμα, που σίγουρα θα έκαναν πολύ διαφορετικά πράγματα με τη μαμά και το μπαμπά. Και φούσκωνε από περηφάνεια ακόμη μεγαλύτερη ως «μεγάλος αδελφός».

fish30


Μια μέρα λοιπόν, άρχισε να της λέει για έναν μεγάλο καπετάνιο, που είχε ένα ακόμη πιο μεγάλο καράβι, και ταξίδευε στις ωραιότερες θάλασσες του κόσμου. Πήγαινε σε παραλίες με χρυσή αμμουδιά, και μάζευε κοράλια και μαργαριτάρια για να τα φέρει στις όμορφες αδελφές του. Ζωγράφισε μεγάλα κοχύλια, που είχαν στο μέσο τους τα μαργαριτάρια, και γύρω τους στον βυθό μεγάλα, λιγερόκορμα φύκια και μικρά ψαράκια που κολυμπούσαν χαρούμενα. Σε μια άλλη σελίδα, ζωγράφισε το μεγάλο καράβι, να πλέει με όλα του τα πανιά ανοιγμένα σε μια θάλασσα που είχε μεγάλα κύματα.
«Γιατί είναι τόσο άγρια η θάλασσα;» ρώτησε η Λήδα
«Γιατί, μια μέρα έπιασε αέρας δυνατός πολύ, και το πλοίο βασανιζόταν να μείνει στην πορεία του και να μην βουλιάξει» της είπε ο Δήμος, κι εξακολουθούσε να βάζει στο χαρτί μεγάλα κύματα.
«Και βούλιαξε;»
«Ο καπετάνιος κρατούσε το πηδάλιο δυνατά, και φώναζε διαταγές στους ναύτες του, όση ώρα πάλευαν με τα κύματα»
«Ναι, αλλά δεν βούλιαξε το καράβι, σωστά;» Στη Λήδα δεν άρεσαν οι ιστορίες με άσχημο τέλος, αλλά αυτό μάλλον δεν το είχε καταλάβει ακόμη ο Δήμος....
«Το καράβι ήταν πολύ γερό και ο καπετάνιος πολύ ικανός! Σε κάθε κύμα που ερχόταν κατά πάνω τους, το έστριβε μια δεξιά και μια αριστερά για να το σώσει. Αλλά δεν είχε να παλέψει μόνο με τα κύματα μικρή μου! Όχι! Γύρω τους κολυμπούσαν αγριεμένοι, τεράστιοι καρχαρίες, με τα κοφτερά τους δόντια έτοιμα να κάνουν κομματάκια τον άτυχο ναύτη που θα έχανε την ισορροπία του και θα έπεφτε στο νερό!». Όσο τα έλεγε αυτά, με την πιο άγρια φωνή του ο Δήμος, ζωγράφισε σε ένα άλλο χαρτί, έναν καρχαρία, με το τεράστιο στόμα του ολάνοιχτο και πολύ, μα πολύ άγριο ύφος. Τα δόντια του ήταν εξαιρετικά μεγάλα και μυτερά, δυο σειρές πάνω και δυο σειρές κάτω!
Θα έλεγε κι ένα σωρό άλλα, τρομερά πράγματα για τους καρχαρίες, κι ίσως ακόμη να έβαζε το καράβι του να κινδυνεύει ακόμη περισσότερο από την άγρια θύελλα και τον καπετάνιο να γλιτώνει παρά τρίχα από τα δόντια των φοβερών τεράτων, αν η Λήδα δεν έβαζε τα κλάματα!
Έκλαιγε πολύ η Λήδα και ο Δήμος δεν μπορούσε να την ηρεμήσει με τίποτε. Την πήρε αγκαλιά, της σκούπισε τα δάκρυα, την κουνούσε όπως όταν ήταν μωρό, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιον λόγο έκλαιγε τόσο δυνατά, αλλά ούτε και να μπορεί να την σταματήσει.
Μέσα στα αναφιλητά της η Λήδα, ρουφώντας την μύτη της και τρίβοντας τα μάτια της, έλεγε στο Δήμο πως ποτέ πια δεν ήθελε να ξαναπάει στην παραλία, ούτε και θα ξανακολυμπούσε, γιατί φοβόταν πολύ τους καρχαρίες!

fish30


Ο Δήμος ξαφνιάστηκε πολύ με αυτή της την αντίδραση. Κανένας από τους φίλους του δεν θα έκανε έτσι, μάλλον θα ορμούσαν ενάντια στον καρχαρία με τα σπαθιά τους για να τον κάνουν κομματάκια! Ένα σωρό παραμύθια έχουν τέρατα και δράκους και πάντα βρίσκεται ένας πρίγκηπας, ένας ωραίος και δυνατός νέος και τους νικά όλους! Και κανείς δεν έχει φοβηθεί όταν τα ακούει, πόσο μάλλον να βάλει και τα κλάματα από πάνω!
Πέρασε πολύ ώρα μέχρι η μικρή του αδελφή να ηρεμήσει. Ούτε λόγος φυσικά δεν έγινε για να συνεχίσει να ζωγραφίζει, άλλωστε κι ο Δήμος δεν της το πρότεινε, ούτε γι' αυτές τις ζωγραφιές ούτε για άλλες. Μπορεί να σταμάτησε να κλαίει, τα μεγάλα της μάτια όμως κοιτούσαν γύρω της με φόβο, δεν πήγε μόνη της ούτε στο δωμάτιό τους για να παίξει, κι είχε γίνει «αυτοκόλλητη» του Δήμου όπου και να κυκλοφορούσε αυτός μέσα στο σπίτι.
Από την άλλη μεριά, ο Δήμος πολύ είχε λυπηθεί που στεναχώρησε την αγαπημένη του αδελφούλα. Δεν είχε πάει το μυαλό του ότι θα μπορούσε να φοβηθεί τόσο πολύ, στο κάτω – κάτω μια φανταστική ιστορία ήταν! Προσπάθησε κάποια στιγμή να της πει ότι καρχαρίες δεν υπήρχαν στα Ελληνικά νησιά που θα πήγαιναν διακοπές, παρά μόνο σε μέρη πολύ – πολύ μακρινά, οπότε και δεν υπήρχε λόγος να φοβάται. Την είδε όμως πάλι έτοιμη να βάλει τα κλάματα και δεν συνέχισε τη συζήτηση.
Όλο το απόγευμα βασάνιζε το μυαλό του να βρει μια λύση. «Φαντάσου τώρα η Λήδα να μη θέλει να πάει για μπάνιο, ούτε καν στην παραλία! Η μαμά δεν θα μου το συγχωρήσει ποτέ!», σκεφτόταν.
Μα, το πρωί της άλλης μέρας, είχε μια ιδέα που του του φάνηκε κα-τα-πλη-κτι-κή! Έπιασε μολύβι και χαρτί αμέσως. Ζωγράφισε έναν μεγάααλο καρχαρία. Μα πολύ μεγάλο! Του έφτιαξε κόκκινα χείλια σε ένα τεράστιο χαμόγελο, που είχε σχήμα καρδιάς. Τα δόντια του αυτή τη φορά ήταν πολύ όμορφα και στρογγυλά, κι ίσα που φαίνονταν λίγο από το χαμόγελό του. Και,για να τον κάνει λιγουλάκι πιο όμορφο, ζωγράφισε και μια μεγάλη κίτρινη μαργαρίτα, που την κρατούσε από το κοτσάνι της στο στόμα με καμάρι! Και μια τελευταία πινελιά: ένας περήφανος ροζ φιόγκος στόλιζε την ουρά του!

fish30


Η Λήδα που στην αρχή δεν ήθελε να τον δει και κρατούσε τα μάτια της πολύ σφιχτά κλειστά, όταν πείστηκε να του ρίξει μια ματιά, έβαλε τα γέλια. Της φάνηκε πολύ αστείο που είχε στην ουρά του φιόγκο, ίδιον κι απαράλλαχτον όπως και τα δικά της κοτσίδια, και καθόλου δεν τον φοβήθηκε.
«Πώς έγινε και δεν είναι πια τρομακτικός;» ρώτησε τον Δήμο με όλη της την αφέλεια.
«Δεν το ήξερες;» Ο Δήμος είχε ξαναπάρει το ύφος του πολύξερου μεγάλου αδελφού. «Δεν τρώνε τον κόσμο όλοι οι καρχαρίες! Κυρίως τρώνε φύκια!»
«Φύκια;» Η Λήδα είχε σουφρώσει τα φρύδια της, όπως έκανε κι ο μπαμπάς μερικές φορές, και τον κοιτούσε με δυσπιστία. «Δηλαδή τα φύκια τρώγονται;»
«Φυσικά τρώγονται, από ψάρια και καρχαρίες που δεν θέλουν να τρώνε το κρέας άλλων ψαριών ούτε και ανθρώπων! Είναι καρχαρίες ... χορτοφάγοι. Τρώνε δηλαδή μόνο σαλατικά και χορταράκια». Το ήξερε πως έλεγε ψέματα και μάλιστα μεγάλα, κι ο Δήμος ευχόταν ο καλός Θεός να μην τον άκουγε τούτη τη στιγμή, αλλά ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί για να διώξει το φόβο από τα μάτια της μικρής του αδελφής. Ευχόταν ακόμη να περάσει πολύς καιρός μέχρι η Λήδα να μάθει για τα πλάσματα που κατοικούν στην θάλασσα, και μέχρι τότε να έχει ξεχάσει τελείως τα «παραμύθια» που της σερβίρισε με τόση ευκολία σήμερα ο Δήμος.
«Εντάξει, δεν θα τον φοβάμαι πια», του είπε στο τέλος, αφού είχε κοιτάξει για πολύ ώρα τη ζωγραφιά. «Αλλά, για καλό και για κακό, θα κολυμπάω δίπλα σου. Άμα έρθει κανένας κακός καρχαρίας, είμαι σίγουρη ότι θα με σώσεις!»

fish30


Ο Δήμος κατάλαβε πως είχε έναν λόγο ακόμη να είναι περήφανος. Όχι φυσικά γιατί κορόιδεψε τη Λήδα, αλλά γιατί η μικρή του αδελφή τον αγαπούσε και τον εμπιστευόταν. Ένιωσε γενναίος και παλικάρι! Και ποτέ μα ποτέ δεν θα πρόδιδε την εμπιστοσύνη της αδελφής του! Ούτε φυσικά θα έκανε πάλι καμία γκάφα για να την τρομάξει και να δει τα ματάκια της με δάκρυα....

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved