To παραμύθι της εβδομάδας: Το πρώτο πλατς ….

Αχ, πόσο λαχταρούσε να πάει στη θάλασσα! Αυτό το καλοκαίρι λες και μπαίνει σιγά – σιγά, επίτηδες, να μην ζεσταίνει ο καιρός και να μην μπορεί να πάει για μπάνιο! Μα, γιατί δεν βιάζεται καθόλου; Ως πότε θα περιμένει να .... «καλοκαιριάσει»;

To παραμύθι της εβδομάδας: Το πρώτο πλατς ….

Από την Πέγκυ Παπαδοπούλου

Ο Μανώλης προσευχόταν. Να κάνει ζέστες δυνατές, για να μπορέσει να πείσει τους γονείς του πιο εύκολα να πάνε στην παραλία.
«Δεν φτάνει να προσεύχεσαι μόνο», του είπε ο φίλος του ο Λευτέρης, «καλά θα κάνεις να είσαι προετοιμασμένος».
«Δηλαδή;»
«Βρες τα κουβαδάκια και τα παιχνίδια σου. Να τα έχεις πρόχειρα. Δες αν σου κάνει το περσινό σου μαγιό. Αν δεν σου κάνει, άνοιξε τον κουμπαρά σου και μέτρα τα λεφτά – αν σου φτάνουν για καινούριο!»
«Μα όλα τούτα δεν πρέπει να τα κάνω την ώρα που θα φεύγουμε για την παραλία;» απόρησε ο Μανώλης.
«Ντιπ χαζούλης είσαι καημένε; Αν δεν είσαι προετοιμασμένος, και σου λείπει κάτι, θα σου πουν οι μεγάλοι "άσε, πάμε άλλη φορά που θα το έχουμε" και δεν θα μπορείς να τους πείσεις με τίποτε!»

paramythaki summer items

«Τι λες τώρα!» και τα μάτια του Μανώλη μεγάλωσαν από την έκπληξη.
«Και αντιηλιακό, μην το ξεχάσεις, κοίτα να το αγοράσεις από τώρα!» Ο Λευτέρης εξακολουθούσε να επιμένει.
Κι ο Μανώλης, επειδή πολύ ήθελε να πάει στη θάλασσα, κι επειδή ο Λευτέρης είχε δίκιο τις περισσότερες φορές, άρχισε τις ετοιμασίες. Το μαγιό του έκανε ακόμη μια χαρά. «Ένα έξοδο λιγότερο» σκέφτηκε χαρωπά, καθώς ο κουμπαράς του δεν είχε και πολλά χρήματα μέσα.
«Μου δίνετε ένα αντιηλιακό κατάλληλο για παιδάκι της ηλικίας μου;» είπε τον φαρμακοποιό της γειτονιάς την ημέρα που πήγε με τον παππού να αγοράσει τα φάρμακά του. Κι έβαλε το χέρι στην τσέπη να μετρήσει τα κέρματά του.
Τώρα ήταν έτοιμος. Στο μικρό του δωμάτιο, εκτός από τα αγαπημένα του τρένα, που με αυτά έπαιζε σχεδόν όλη μέρα, ήταν στοιβαγμένα κι όλα εκείνα τα πράγματα που ένα παιδί θέλει μαζί του στη θάλασσα. Μαγιό, μάσκα, βατραχοπέδιλα, σανίδα, παιχνίδια, αντιηλιακό, ψάθα, πετσέτα, ρακέτες. Δεν υπήρχε και πολύς χώρος περισσευάμενος. Με το Λευτέρη κάθονταν και παίζανε πάνω στο κρεβάτι του.
Είδε η μαμά το χάλι, του έκανε παρατήρηση μια φορά να τα μαζέψει, δεύτερη φορά, τρίτη φορά, τίποτε αυτός. «Θες να τα βάλω κάπου και να ξεχάσω κάτι; Άλλωστε την Κυριακή θα πάμε στη θάλασσα! Θα τα χρειαστώ!», της απάντησε. Κι η μαμά ήταν έτοιμη να κάνει μπουμ! Από την ακαταστασία του ...
Την Κυριακή, ξύπνησε χαράματα. «Δε λέει ο μπαμπάς να φύγουμε νωρίς για να μη μας πιάσει η κίνηση στο δρόμο;», τους είπε όταν τον παρακάλεσαν να τους αφήσει να χουζουρέψουν λιγουλάκι ακόμη. Δεν γινόταν να του χαλάσουν το χατίρι όμως.

paramythaki summer items


Με δυσκολία χώρεσαν όλα του τα υπάρχοντα στο πορτ-μπαγκάζ του μικρού τους αυτοκινήτου. Αλλά ήταν αμετάπειστος, τίποτε δεν θα έμενε πίσω. Τουλάχιστον όχι σε αυτό το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού.
«Αχ, τι όμορφη που είναι η θάλασσα! Όσο φτάνεις κοντά της, τόσο δεν κρατιέσαι να βουτήξεις!» Πράγματι ο Μανώλης δεν κρατιόταν κι ήθελε να τρέξει και με τα ρούχα αν ήταν δυνατόν, αλλά το χέρι της μαμάς τον βούτηξε στον αέρα πριν προλάβει να ξεφύγει. Και του άλειψε έναν τόνο αντιηλιακό πάνω του. Παντού. Και στο πρόσωπο. Σα να είχε πέσει σε ασβέστη έμοιαζε. Αλλά κάποτε τελείωσε κι ο Μανώλης πήρε όλη του τη φόρα κι έτρεξε με όλη του τη δύναμη. Χωρίς να ακούσει τον μπαμπά που του έλεγε να μην βιάζεται και να βρέξει πρώτα τα πόδια του για να συνηθίσει την θερμοκρασία. «Δεν είμαστε καλά!», σκεφτόταν, «εδώ συνήθισα να τρώω τις μπάμιες, στη θάλασσα θα έχω πρόβλημα;».
Και ... με φόρα έκανε τα πρώτα του βήματα στο νερό κι έδωσε έναν πήδο μεγάλο και .... Πλαααάτς! Να την η πρώτη βουτιά του καλοκαιριού!
«Πω-πω ...», του πιάστηκε η ανάσα, «στο ψυγείο βούτηξα;», ήταν το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό και βιάστηκε να βγει στην επιφάνεια του νερού να πάρει μια ανάσα. Έτρεμε. Με τόση ζέστη από χθες, πώς είναι δυνατό να είναι τόσο κρύο το νερό; Είχε παραλύσει σχεδόν από το κρύο που τον ξάφνιασε.

paramythaki summer items

«Κάνε γρήγορα μερικές απλωτές!» είπε ο μπαμπάς που τον έφτασε τρεχάτος – σα να ήξερε τι τον περίμενε. «Κολύμπα, κολύμπα πολύ, γιατί διαφορετικά θα παγώσεις! Γιατί δεν περίμενες; Γιατί δεν έκανες όπως σου είπα;» Κι όσο ο Μανώλης έμενε μαρμαρωμένος από το κρύο και το ξάφνιασμα, τόσο περισσότερο τον "έψελνε" ο μπαμπάς. «Δεν είναι σωστό αυτό που έκανες. Από το σοκ θα μπορούσες να νιώθεις πολύ χειρότερα!». Και τον ψάρεψε, πάνω που είχε πάρει ένα ωραίο μπλε χρώμα – από το κρύο και την τρομάρα και την απογοήτευσή του – και τον έβγαλε στην άμμο, τον τύλιξε με τη μεγάλη πετσέτα και τον έβαλε στον ήλιο να τον ζεστάνει.
Όσο δε τον άκουγε να ρουφάει τη μύτη και τα χτυπάνε και τα δόντια του από την τρεμούλα, τόσο συνέχιζε την κατήχηση: «ποιος σου είπε ότι κι εμείς δεν θα θέλαμε να πέσουμε με φόρα σαν κι εσένα; Αλλά την έχουμε πάθει πολλές φορές και βάλαμε γνώση! Δεν βουτάνε απότομα στη θάλασσα, ιδίως στα πρώτα τους μπάνια, που δεν έχει συνηθίσει ακόμη ο οργανισμός». Και συνέχισε : «αλλά βέβαια, άμα σου λέμε κάτι εμείς – περίεργο πράγμα που έλεγε "εμείς", αφού η μαμά δεν είχε πει τίποτε ακόμη-, δεν μας ακούς, άμα σου πει κάτι ο Λευτέρης που είναι φίλος σου τον ακούς!»

paramythaki summer items

Η μαμά γονάτισε μπροστά του και τον έτριβε με μανία, τόσο που ο Μανώλης, έχοντας συνέλθει λιγάκι πια, νόμισε πως θα του γδάρει το πετσί του. «Συγνώμη που δεν σε άκουσα μπαμπά...» είπε περισσότερο ντροπιασμένος που έκανε σα μωρό από το κρύο «αλλά το λαχταρούσα αυτό το μακροβούτι τόσο πολύ! Εννιά μήνες έχω να βουτήξω, πώς να κρατηθώ; Και καλά το χειμώνα, με το κρύο και τις βροχές καμία όρεξη δεν είχα για μπάνιο, μα τώρα, σήμερα, που είμαστε πια εδώ...» Απαλλάχτηκε από την πετσέτα. Δεν ήταν και τόσο μπλε τώρα. Έκανε ένα βήμα παραπέρα, κι άφησε το κύμα να του φιλήσει την πατούσα. Μμμμμμ ... δεν ήταν και πολύ κρύο πια....
«Έτσι μπράβο γιε μου! Σιγά – σιγά. Παίξε λιγάκι. Βρέξου. Πιτσίλισε κι εμάς. Προχώρα λίγο πιο μέσα και κάνε πάλι το ίδιο ...»
Και ξαφνικά ο μπαμπάς, πατάει μια πετρούλα λίγο πιο μεγάλη και λίγο πιο γλιστερή ... χάνει την ισορροπία του, ταλαντεύεται λίγο μπρος και λίγο πίσω με τα χέρια ανοιχτά σα να πετάει, και στο τέλος πέφτει με μπόλικο πάταγο κι ένα ακόμη μεγαλύτερο "πλάαατς" από του Μανώλη, με φόρα στο νερό.
«Κολύμπα, κάνε απλωτές, κουνήσου!» φώναζε ο Μανώλης, ενώ η μαμά είχε ξεραθεί στα γέλια λίγο πιο μακριά τους. «Τι περιμένεις λοιπόν; Να γίνεις μπλε και να σε βγάζω στον ήλιο να στεγνώσεις;» Τώρα πια η μαμά είχε γονατίσει στην άμμο και κρατούσε την κοιλιά της – δεν μπορούσε να σταματήσει να γελά. Ο γιός της, προσπαθούσε να βοηθήσει τον πατέρα του να σταθεί στα πόδια του, αλλά αυτή η γλιστερή πέτρα φαίνεται είχε ... "μεγάλο σόι" κι ήταν όλες τους η μία δίπλα στην άλλη και πότε ο ένας γλιστρούσε και πότε ο άλλος! Γέμισε η παραλία από τα "πλατς" και τα "πλουτς" !

paramythaki summer items

«Ώστε έτσι ε; Εμείς παλεύουμε με τα κύματα κι εσύ μας κοροϊδεύεις;» Ο μπαμπάς είχε καταφέρει να φτάσει τη μαμά με ένα κουβαδάκι – του Μανώλη το κουβαδάκι – γεμάτο νερό και της το πέταξε κατακέφαλα πριν εκείνη προλάβει να απομακρυνθεί!
«Ααααα!» φώναξε η μαμά και για να σωθεί βούτηξε κι εκείνη με φόρα στη θάλασσα σαν το γιο της. Αλλά το είχε μάθει πια το μάθημά της και απομακρύνθηκε γρήγορα από κοντά τους – όχι γιατί δεν ήθελε να παίξει αλλά γιατί κρύωσε κι εκείνη απότομα και πολύ!
Ο Μανώλης δεν χόρταινε. Ούτε το παιχνίδι, ούτε τη θάλασσα, ούτε τον ήλιο – αν και με το στανιό η μαμά τον έχωνε κάτω από την ομπρέλα – όταν δεν τον πασάλειβε με το αντιηλιακό εννοείται. Πώς να χορτάσει το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο; Βαριέται κανείς τη θάλασσα;
Γύρισαν αργά το απόγευμα. Όπως έγερνε ο ήλιος να βασιλέψει, έτσι έκλειναν τα μάτια του Μανώλη από την κούραση. Μια κούραση γλυκιά, τόσο γλυκιά που θέλει να την περνάει κάθε μέρα! Και καθώς αποκοιμόταν σκέφτηκε πως το πρώτο "πλατς", αυτό που σημαίνει την έναρξη του καλοκαιριού, όσο κρύο και αν είναι, είναι το καλύτερο από όλα! Γιατί ... απλά ... έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος από το τελευταίο "πλατς"....

© 2012-2024 Mothersblog.gr - All rights reserved